19 Αυγούστου 2016

ΗΣΙΟΔΟΣ: Ἔργα καὶ ἡμέραι (109-201): Ο Μύθος των Γενών (πρότυπο - απόδοση - ακρόαση)


ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἔργα καὶ ἡμέραι (109-201)

Στο διδακτικό έπος Ἔργα καὶ ἡμέραι δύο είναι τα βασικά θέματα που απασχολούν τον Ησίοδο: η δικαιοσύνη και η εργασία. Ως αφορμή για τη συγγραφή του αναφέρεται από τον ποιητή η (πιθανώς επινοημένη) διαμάχη του με τον αδελφό του Πέρση, ο οποίος δωρωδόκησε τους "βασιλιάδες" για να καρπωθεί μεγαλύτερο μερίδιο της πατρικής κληρονομιάς. Το εύρημα αυτό επιτρέπει στον Ησίοδο να απευθύνει παραινέσεις ηθικού χαρακτήρα αλλά και διδαχές με καθαρά πρακτικό περιεχόμενο. Επειδή παρόμοια ποιήματα πρακτικής σοφίας υπήρχαν ήδη στην Εγγύς Ανατολή, θεωρείται πιθανόν ότι το έπος του Ησιόδου προϋποθέτει γνώση αυτής της παράδοσης. Στο πρώτο μέρος του ποιήματος ο ποιητής, χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, μύθους, αλληγορίες και γνωμικά, προσπαθεί να δείξει στον αδελφό του ότι η ύπαρξη των κακών στους ανθρώπους οφείλεται στην ὕβρινπαλαιοτέρων γενεών, γεγονός που καθιστά αναπόφευκτη την επίπονη εργασία. Στο δεύτερο μέρος (στ. 342 κ.ε.) ακολουθούν πρακτικές συμβουλές, ώστε να μπορεί ο αδελφός του να ζει με έντιμο τρόπο από την εργασία του. Ένας από τους μύθους που διηγείται ο Ησίοδος στο πρώτο μέρος είναι αυτός των γενών: πέντε γένη ή είδη ανθρώπων διαδέχονται στη διάρκεια του χρόνου το ένα το άλλο σε μια πορεία σταδιακής κατάπτωσης. Τα τέσσερα από τα γένη αντιστοιχούν σε ισάριθμα μέταλλα (χρυσός, άργυρος, χαλκός, σίδηρος). Πριν από το τελευταίο όμως παρεμβάλλεται ένα επιπλέον γένος, για να ενταχθούν σ᾽ αυτό οι ήρωεςπου σύμφωνα με τους μύθους των Ελλήνων πολέμησαν στη Θήβα και στην Τροία. Τα σημάδια της φθίνουσας πορείας του ανθρώπινου γένους εντοπίζονται κάθε φορά στον βαθμό της ηθικής κατάπτωσης, της πρόωρης γήρανσης και της άδοξης μεταθανάτιας ζωής.





















Ησίοδος (πρότυπο κείμενο)

χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων
110ἀθάνατοι ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες.
οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν, ὅτ᾽ οὐρανῷ ἐμβασίλευεν·
ὥστε θεοὶ δ᾽ ἔζωον ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες
νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶ ὀιζύος, οὐδέ τι δειλὸν
γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι
115τέρποντ᾽ ἐν θαλίῃσι, κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων·

θνῇσκον δ᾽ ὥσθ᾽ ὕπνῳ δεδμημένοι· ἐσθλὰ δὲ πάντα
τοῖσιν ἔην· καρπὸν δ᾽ ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα
αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον· οἳ δ᾽ ἐθελημοὶ
119ἥσυχοι ἔργ᾽ ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν.
121αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε,
τοὶ μὲν δαίμονες ἁγνοὶ ἐπιχθόνιοι τελέθουσιν
ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων,
{οἵ ῥα φυλάσσουσίν τε δίκας καὶ σχέτλια ἔργα
125ἠέρα ἑσσάμενοι πάντη φοιτῶντες ἐπ᾽ αἶαν,}
πλουτοδόται· καὶ τοῦτο γέρας βασιλήιον ἔσχον.
δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν
ἀργύρεον ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες,
χρυσέῳ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα·
130ἀλλ᾽ ἑκατὸν μὲν παῖς ἔτεα παρὰ μητέρι κεδνῇ
ἐτρέφετ᾽ ἀτάλλων, μέγα νήπιος, ᾧ ἐνὶ οἴκῳ·
ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἄρ᾽ ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο,
παυρίδιον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον, ἄλγε᾽ ἔχοντες
ἀφραδίῃς· ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο
135ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ ἀθανάτους θεραπεύειν
ἤθελον οὐδ᾽ ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς,
ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα. τοὺς μὲν ἔπειτα
Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος, οὕνεκα τιμὰς
οὐκ ἔδιδον μακάρεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν.
140αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε,
τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται,
δεύτεροι, ἀλλ᾽ ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ.
Ζεὺς δὲ πατὴρ τρίτον ἄλλο γένος μερόπων ἀνθρώπων
χάλκειον ποίησ᾽, οὐκ ἀργυρέῳ οὐδὲν ὁμοῖον,
145ἐκ μελιᾶν, δεινόν τε καὶ ὄβριμον· οἷσιν Ἄρηος
ἔργ᾽ ἔμελε στονόεντα καὶ ὕβριες, οὐδέ τι σῖτον
ἤσθιον, ἀλλ᾽ ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν.
{ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι
ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσι.}
150τῶν δ᾽ ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι,
χαλκῷ δ᾽ εἰργάζοντο· μέλας δ᾽ οὐκ ἔσκε σίδηρος.
καὶ τοὶ μὲν χείρεσσιν ὑπὸ σφετέρῃσι δαμέντες
βῆσαν ἐς εὐρώεντα δόμον κρυεροῦ Ἀίδαο,
νώνυμνοι· θάνατος δὲ καὶ ἐκπάγλους περ ἐόντας
155εἷλε μέλας, λαμπρὸν δ᾽ ἔλιπον φάος ἠελίοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν,
αὖτις ἔτ᾽ ἄλλο τέταρτον ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ
Ζεὺς Κρονίδης ποίησε, δικαιότερον καὶ ἄρειον,
ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται
160ἡμίθεοι, προτέρη γενεὴ κατ᾽ ἀπείρονα γαῖαν.
καὶ τοὺς μὲν πόλεμός τε κακὸς καὶ φύλοπις αἰνὴ
τοὺς μὲν ὑφ᾽ ἑπταπύλῳ Θήβῃ, Καδμηίδι γαίῃ,
ὤλεσε μαρναμένους μήλων ἕνεκ᾽ Οἰδιπόδαο,
τοὺς δὲ καὶ ἐν νήεσσιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης
165ἐς Τροίην ἀγαγὼν Ἑλένης ἕνεκ᾽ ἠυκόμοιο.
{ἔνθ᾽ ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε}
τοῖς δὲ δίχ᾽ ἀνθρώπων βίοτον καὶ ἤθε᾽ ὀπάσσας
168Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης.
170καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες
ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην,
ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν
τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα.
μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι
175ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γενέσθαι.
νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον· οὐδέ ποτ᾽ ἦμαρ
παύσονται καμάτου καὶ ὀιζύος οὐδέ τι νύκτωρ
φθειρόμενοι· χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας.
ἀλλ᾽ ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν.
180Ζεὺς δ᾽ ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων,
εὖτ᾽ ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν.
οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες
οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶ ἑταῖρος ἑταίρῳ,
οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος περ.
185αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας·
μέμψονται δ᾽ ἄρα τοὺς χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι,
σχέτλιοι, οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες· οὐδέν κεν οἵ γε
γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν·
{χειροδίκαι· ἕτερος δ᾽ ἑτέρου πόλιν ἐξαλαπάξει·}
190οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου
οὐδ᾽ ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν
ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ᾽ ἐν χερσί· καὶ αἰδὼς
οὐκ ἔσται, βλάψει δ᾽ ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα
μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ᾽ ὅρκον ὀμεῖται.
195ζῆλος δ᾽ ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι
δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης.
καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν
ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ᾽ ἀνθρώπους
200Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ
θνητοῖς ἀνθρώποισι· κακοῦ δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἀλκή.





Απόδοση: Δ. Ν. Μαρωνίτης

Χρυσό πρωτόπλασαν το γένος των βροτών ανθρώπων
οι αθάνατοι του Ολύμπου.110
Στην εποχή του Κρόνου,1 όταν εκείνος δέσποζε στον ουρανό,
ζούσαν κι εκείνοι σαν θεοί· ο νους τους ξέγνοιαστος,
πάθη και συμφορές μακριά τους, μήτε τα μαύρα γηρατειά
τους άγγιζαν· άφθαρτοι κι αναλλοίωτοι,πόδια και χέρια,
στις χαρές δοσμένοι, κι ό,τι κακό έμενε απ᾽ έξω.115
Ακόμη κι όταν πέθαιναν, ήταν ο θάνατός τους ύπνος
που τους δάμαζε, κι είχανε όλα τα καλά δικά τους·
χωράφια γόνιμα τους έδιναν καρπό από μόνα τους,
μεγάλη κι άφθονη σοδειά· κι εκείνοι πράοι, ησυχασμένοι
σε έργα ευχάριστα, ευλογημένοι
με τα πολλά αγαθά τους.
Κι όταν με τον καιρό της γης το χώμα σκέπασε τούτο το γένος,121
έγιναν επιχθόνια πνεύματα, αγνά, καλόγνωμα, να διώχνουν
το κακό, φύλακες των θνητών ανθρώπων.
Αυτοί φυλάν το δίκιο, αυτοί αποτρέπουνε τα ανόσια έργα·
κυκλοφορούν, ντυμένοι την ομίχλη, σ᾽ όλη την οικουμένη,125
πηγή ευτυχίας και πλούτου - τέτοια βασιλική τιμή τους έλαχε.

Μετά, δεύτερο γένος, πολύ χειρότερο, αργυρό
έπλασαν οι θεοί του Ολύμπου· σε τίποτε δεν έμοιαζε με το χρυσό,
μήτε στην όψη μήτε και στο φρόνημα.
Έπρεπε το παιδί να μείνει κολλημένο στην καλή του μάνα,130
χρόνια εκατό· να το ταΐζει και να το νταντεύει, κι αυτό να παίζει
μες στο σπίτι -μεγάλο, αφύσικο μωρό.
Αλλά, κι όταν περνούσανε στην ήβη, κόντευαν πια
στην ανθηρή τους νιότη,
ζούσαν ελάχιστα, δυστυχισμένοι με τον λίγο χρόνο τους
και το λειψό μυαλό τους. Γιατί δεν είχαν σθένος
να αντισταθούν στη μεταξύ τους βία, στην αμοιβαία135
αλαζονεία τους· καν δεν τιμούσαν τους θεούς, μήτε και δέχονταν
να θυσιάσουν στους αγνούς βωμούς, όπως το ορίζει
η τάξη των ανθρώπων, όπου κι αν κατοικούν.
Γι᾽ αυτό ο Κρονίδης Δίας τους έκρυψε από θυμό,
που δεν σεβάστηκαν τις οφειλές τους
στους μάκαρες ολύμπιους θεούς.
Και μόλα ταύτα, όταν της γης το χώμα κάλυψε κι αυτό το γένος,140
τους είπαν μάκαρες θνητούς του κάτω κόσμου,
έστω και δεύτερης σειράς -κάποια τιμή κι αυτούς τους συνοδεύει.2

Ύστερα ο Δίας‒πατέρας έφτιαξε τρίτο γένος
των βροτών ανθρώπων, χάλκινο, που να μη μοιάζει
στο ασημένιο πουθενά·
φράξινο, ανελέητο, φριχτό. Άλλο δεν είχαν στο μυαλό τους145
πάρεξ τα υπερφίαλα έργα του πολέμου,
βαριά σε στεναγμούς· στάρι δεν έτρωγαν3 κι ήταν σκληρή
η καρδιά τους σαν το ατσάλι.
Άπιαστοι κι άγριοι, υπερδύναμοι, με χέρια ανίκητα
που φύτρωναν στους ώμους, πάνω σε μέλη στιβαρά.
Χάλκινα τα όπλα, χάλκινα τα σπίτια τους,150
δούλευαν μόνον τον χαλκό -δεν είχε ακόμη εφευρεθεί
ο μαύρος σίδηρος.4
Κι αφού απ᾽ τα ίδια τους τα χέρια ξεκληρίστηκαν,
κατέβηκαν στον σκοτεινό, άραχλο δόμο του Άδη,
ανώνυμοι. Όσο κι αν ήταν τρομεροί, τους εξαφάνισε
μαύρος ο χάρος, κι άφησαν πίσω τους το φως,155
τη λάμψη του ήλιου.

Όταν με τον καιρό το χώμα κάλυψε κι αυτό το γένος,
έπλασε γένος τέταρτο στη σιτοφόρο γη ο Κρονίδης Δίας,
πιο δίκαιο κι αντρειωμένο·
το θείο γένος των ηρώων που λέγονται κι ημίθεοι,5
την προηγούμενη από μας γενιά, να ζουν στην άπειρη οικουμένη.160
Αλλά κι αυτούς τους χάλασε ολέθριος πόλεμος, κακόφωνη
σφαγή· άλλους εκεί μπροστά στη Θήβα την επτάπυλη,
χώρα του Κάδμου, έτσι που μεταξύ τους μάχονταν
ποιος θα κερδίσει βόδια και πρόβατα του Οιδίποδα·6
άλλους ο πόλεμος τους έφερε στην Τροία, με τα καράβια τους165
περνώντας πάνω απ᾽ το μέγα κύμα της θαλάσσης,
για χάρη της καλλίκομης Ελένης.
Όπου τους πιο πολλούς στο χώμα τους παράχωσε
το τέλος του θανάτου. Σε κάποιους όμως έδωσε τη χάρη
ο Κρονίδης Ζευς να μείνουν πέρα απ᾽ τους ανθρώπους·
σαν αγαθός πατέρας τούς κατοίκισε στα πέρατα του κόσμου,
κι εκεί, με δίχως λύπη στην ψυχή τους,170
κατοικούν στις Νήσους των Μακάρων, πλάι στις ροές
του Ωκεανού, του βαθυστρόβιλου, ήρωες ευτυχείς·
που τους προσφέρει τρεις φορές η σιτοφόρα γη τον χρόνο
ώριμους και γλυκούς καρπούς, σαν μέλι.

Άμποτε να μη ζούσα εγώ σ᾽ αυτήν την πέμπτη γενεά,
με τους ανθρώπους της· καλύτερα να ᾽χα πεθάνει πιο μπροστά175
ή να γεννιόμουν ύστερα. Γιατί έφτασε τώρα η ώρα
του γένους του σιδήρου.
Μήτε τη μέρα θα απολείψουν κάματος και πόνος μήτε τη νύχτα
η φθορά τους θα κοπάσει· τους περιμένουν μέριμνες βαριές,
θεόσταλτες, μόλο που κάποτε θα σμίγει και σ᾽ αυτούς
καλό με το κακό.
Ο Δίας όμως θα αφανίσει κι αυτό το γένος των βροτών·180
όταν τα νήπια θα γεννιούνται με κροτάφους γκρίζους·
ούτε ο γονιός θα μοιάζει του παιδιού του μήτε και τα παιδιά
με τους γονείς· ο ξένος στον φιλόξενο, ο σύντροφος στον σύντροφο
μήτε κι ο αδελφός στον αδελφό
δεν θα ᾽ναι φίλος πια, που ήταν άλλοτε ο κανόνας.
Θα τους καταφρονούν τους γέροντες γονείς οι απόγονοί τους,185
θα τους χλευάζουν ξεστομίζοντας λόγια βαριά,
άσπλαχνοι, ανίδεοι μπροστά στον φόβο του θεού·
σ᾽ εκείνους που τους γέννησαν, όταν γεράσουν, δεν θα αποδώσουν
τα τροφεία τους· καμιά αρετή ευορκίας, δικαιοσύνης,190
καλοσύνης· αντίθετα, θα δείχνουν την εκτίμησή τους
σ᾽ όποιον θα πράξει το κακό· το δίκιο καθενός η δυνατή γροθιά·
θα λείψει κι η ντροπή· θα βλάφτει ο τιποτένιος τον καλύτερό του,
με δόλια λόγια ξεγελώντας τον, και θα ορκίζεται αποπάνω·
ο φθόνος μόνον θα συντροφεύει τους ανθρώπους μες στη συμφορά τους195
κακόγλωσσος, χαιρέκακος, μνησίκακος.
Και τότε προς τον Όλυμπο, μακριά από πλατείες και δρόμους,
καλύπτοντας με τον λευκό τους πέπλο την ωραία θωριά τους,
εγκαταλείποντας για πάντα τους ανθρώπους,
θα φύγουν και θ᾽ ανέβουν στον κόσμο των θεών
η Αιδώς κι η Νέμεση. Ό,τι θα μείνει, θα ᾽ναι μόνο
βάσανα πικρά, κλήρος για τους απόκληρους βροτούς,200
δεν θα υπάρξει στα δεινά τους σωτηρία καμιά.

(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης)