5 Απριλίου 2016

Η Ασπίδα του Ηρακλή



Το έργο  «σπς ρακλέους» είναι ένα σύντομο επικό ποίημα του 6ου π.Χ. αιώνα και περιγράφει τη μάχη του ημίθεου γιου του Δία, Ηρακλή με τον Κύκνο, το γιο του Άρη. Σε αντίθεση με τις ποικίλες σκηνές από την καθημερινή ζωή που κοσμούσαν την ασπίδα του Αχιλλέα, ο ποιητής στο έργο αυτό προσπαθεί κυρίως να εντυπωσιάσει, γι’ αυτό και αναφέρει φοβερά όντα και περιγράφει αποτρόπαιες εικόνες. Υπάρχουν όμως και κοινά μοτίβα που συνηγορούν και στην επίδραση του έργου από το ομηρικό: ο Ωκεανός στην περιφέρεια της Ασπίδας, στον εξωτερικό δηλαδή δακτύλιο, και η χρήση του αντιθετικού ζεύγους «πόλεμος-ειρήνη», περιγράφοντας αντίστοιχα δυο πόλεις με πολεμική δράση στη μία και ειρηνικές ασχολίες στην άλλη. 

Η ασπίδα του Ηρακλή σε αναπαράσταση.

Ο Ησίοδος επιχειρεί εικονογραφική παρουσίαση του κόσμου, δεν το πετυχαίνει όμως στο βαθμό που το κατορθώνει ο Όμηρος, ο οποίος παρουσιάζει οργανωμένα τον κόσμο και τους ανθρώπους.

Λόγω της έκτασης του έργου (σύνολο: 480 στίχοι, από τους οποίους οι 56 πρώτοι είναι παρμένοι από το ησιόδειο ποίημα «Ἠοῖαι»), επέλεξα πέντε χαρακτηριστικά αποσπάσματα (στίχοι 139-153, 238-244, 248-257, 270-276 και 285-292) για τη φοβερή αυτή ασπίδα.


Πρωτότυπο κείμενο (οι αντίστοιχοι στίχοι που προαναφέρθηκαν):
«Χερσί γε μὴν σάκος εἷλε παναίολον, οὐδέ τις αὐτὸ
οὔτ᾽ ἔρρηξε βαλὼν οὔτ᾽ ἔθλασε, θαῦμα ἰδέσθαι.
πᾶν μὲν γὰρ κύκλωι τιτάνωι λευκῶι τ᾽ ἐλέφαντι
ἠλέκτρωι θ᾽ ὑπολαμπὲς ἔην χρυσῶι τε φαεινῶι
[λαμπόμενον, κυάνου δὲ διὰ πτύχες ἠλήλαντο].
ἐν μέσσωι δ᾽ ἀδάμαντος ἔην Φόβος οὔ τι φατειός,
ἔμπαλιν ὄσσοισιν πυρὶ λαμπομένοισι δεδορκώς·
τοῦ καὶ ὀδόντων μὲν πλῆτο στόμα λευκαθεόντων,
δεινῶν, ἀπλήτων, ἐπὶ δὲ βλοσυροῖο μετώπου
δεινὴ Ἔρις πεπότητο κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν,
σχετλίη, ἥ ῥα νόον τε καὶ ἐκ φρένας εἵλετο φωτῶν
οἵτινες ἀντιβίην πόλεμον Διὸς υἷι φέροιεν.
[τῶν καὶ ψυχαὶ μὲν χθόνα δύνουσ᾽ Ἄιδος εἴσω
αὐτῶν, ὀστέα δέ σφι περὶ ῥινοῖο σαπείσης
Σειρίου ἀζαλέοιο κελαινῆι πύθεται αἴηι.]»

«ἄνδρες ἐμαρνάσθην πολεμήια τεύχε᾽ ἔχοντες,
τοὶ μὲν ὑπὲρ σφετέρης πόλιος σφετέρων τε τοκήων
λοιγὸν ἀμύνοντες, τοὶ δὲ πραθέειν μεμαῶτες.
πολλοὶ μὲν κέατο, πλέονες δ᾽ ἔτι δῆριν ἔχοντες
μάρνανθ᾽. αἱ δὲ γυναῖκες ἐυδμήτων ἐπὶ πύργων
χαλκέων ὀξὺ βόων, κατὰ δ᾽ ἐδρύπτοντο παρειάς,
ζωῆισιν ἴκελαι, ἔργα κλυτοῦ Ἡφαίστοιο.»

«δειδιότες· τοὶ δ᾽ αὖτε μάχην ἔχον. αἳ δὲ μετ᾽ αὐτοὺς
Κῆρες κυάνεαι, λευκοὺς ἀραβεῦσαι ὀδόντας,
δεινωποὶ βλοσυροί τε δαφοινοί τ᾽ ἄπλητοί τε
δῆριν ἔχον περὶ πιπτόντων· πᾶσαι δ᾽ ἄρ᾽ ἵεντο
αἷμα μέλαν πιέειν· ὃν δὲ πρῶτον μεμάποιεν
κείμενον ἢ πίπτοντα νεούτατον, ἀμφὶ μὲν αὐτῶι
βάλλ<ον ὁμῶς> ὄνυχας μεγάλους, ψυχὴ δὲ [Ἄιδόσδε] κατῆιεν
Τάρταρον ἐς κρυόενθ᾽· αἳ δὲ φρένας εὖτ᾽ ἀρέσαντο
αἵματος ἀνδρομέου, τὸν μὲν ῥίπτασκον ὀπίσσω,
ἂψ δ᾽ ὅμαδον καὶ μῶλον ἐθύνεον αὖτις ἰοῦσαι.»

«δάκρυσι μυδαλέη. παρὰ δ᾽ εὔπυργος πόλις ἀνδρῶν,
χρύσειαι δέ μιν εἶχον ὑπερθυρίοις ἀραρυῖαι
ἑπτὰ πύλαι· τοὶ δ᾽ ἄνδρες ἐν ἀγλαΐαις τε χοροῖς τε
τέρψιν ἔχον· τοὶ μὲν γὰρ ἐυσσώτρου ἐπ᾽ ἀπήνης
ἤγοντ᾽ ἀνδρὶ γυναῖκα, πολὺς δ᾽ ὑμέναιος ὀρώρει·
τῆλε δ᾽ ἀπ᾽ αἰθομένων δαΐδων σέλας εἰλύφαζε
χερσὶν ἐνὶ δμωιῶν· ταὶ δ᾽ ἀγλαΐηι τεθαλυῖαι»

«ἀγλαΐαι τ᾽ εἶχον. τοὶ δ᾽ αὖ προπάροιθε πόληος
νῶθ᾽ ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον. οἱ δ᾽ ἀροτῆρες
ἤρεικον χθόνα δῖαν, ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας
ἐστάλατ᾽. αὐτὰρ ἔην βαθὺ λήιον· οἵ γε μὲν ἤμων
αἰχμῆις ὀξείηισι κορωνιόωντα πέτηλα
βριθόμενα σταχύων, ὡς εἰ Δημήτερος ἀκτήν·
οἳ δ᾽ ἄρ᾽ ἐν ἐλλεδανοῖσι δέον καὶ ἔπιτνον ἀλωῆι·
οἳ δ᾽ ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες»



Απόδοση στη νέα ελληνική 
(το πρώτο απόσπασμα από το Γ.Μ.Γ., τα υπόλοιπα από τον Π. Λεκατσά):
«Πήρε λοιπόν στα χέρια του ασπίδα αστραφτερή (ή πανάλαφρη) που κανείς ούτε τη συνέτριψε χτυπώντας τη ούτε την έσπασε, θαύμα να την κοιτάζεις. Γιατί ολόκληρη (η ασπίδα) στην κυκλική επιφάνεια από τίτανο και λευκό ελεφαντόδοντο κι από κεχριμπάρι λαμποκοπούσε κι από φωτεινό χρυσάφι λαμπύριζε και πτυχές από κύανο (γαλάζιο) είχαν σφυρηλατηθεί (πάνω της). Στη μέση της χαλύβδινος ήταν ο Φόβος, ανείπωτος, πίσω με μάτια από φωτιά, λαμπερά, να κοιτάζει· το στόμα του ήταν γεμάτο δόντια ολόλευκα στη σειρά, φοβερά, τεράστια, και πάνω στο βλοσυρό του μέτωπο η τρομερή Έριδα να πετάει ξεσηκώνοντας ταραχές στους άνδρες, η άσπλαχνη, που παίρνει το νου και το λογισμό των ανδρών, που κάνουν πόλεμο ενάντια στο γιο του Δία. Και οι ψυχές αυτών μπαίνοντας στη γη, μέσα στον Άδη κατεβαίνουν και τα κόκαλά τους, όταν η σάρκα γύρω λιώσει από τον καυτό Σείριο, σαπίζουν στη μαύρη γη.»

«Άντρες πολεμούσανε φορώντας τα πολεμικά τους άρματα, από τη μια αυτοί να σώσουν τον εαυτό τους, υπερασπίζοντας από τον όλεθρο την πόλη τους και τους γονιούς τους, κι από την άλλη εκείνοι θέλοντας την πόλη να κουρσέψουν. Πολλοί κείτονταν που έπεσαν, μα πιο πολλοί στη μάχη που ‘χαν στήσει πολεμούσαν. Πάνω από τα χυτά στο χάλκωμα καλοχτισμένα καστροπύργια γοερά οι γυναίκες φώναζαν και σχίζανε τα μάγουλά τους – κι ήτανε σάμπως ζωντανές, δουλειά του ξακουστού Ηφαίστου.»

«Και οι σκοτεινές ανάμεσά τους Κήρες τα’ άσπρα χτυπώντας δόντια τους, τρομάρα να τις βλέπεις, ζοφερές, αιματωμένες και φριχτές για τα κορμιά του έπεφταν συνερίζαν· κι όλες ορμούσανε να πιούνε μαύρο γαίμα. Κι όποιον πεσμένο πρωταρπάζανε, ή μόλις χτυπημένον που έπεφτε του μπήγαν στο κορμί τα νύχια τα μεγάλα τους, και του κατέβαινε στον Άδη η ψυχή, στον παγωμένο Τάρταρο. Κι όταν η ψυχής τους χόρταινε αίμα ανθρώπινο, ξωπίσω το κουφάρι ερίχνανε, και ξαναφέρνανε τη λύσσα τους στης μάχης μέσα την αντάρα.»

«Κι ήτανε πλάι μια πόλη μ’ όμορφο καστρί. Εφτά πόρτες χρυσές καλοπροσαρμοστές στα πανωπόρτια τη σφαλούσαν. Οι άντρες με γιορτάσια και χορούς γλεντούσανε. Πολλοί φέρνανε μ’ άμαξα καλότροχη τη νύφη προς το σπίτι του γαμπρού κι ανέβαινε μακρύ-μακρύ του υμέναιου τραγούδι, ενώ απ’ τις αναμμένες δάδες που κρατούσαν δούλες μια γλυκιά από μακριά χυνόταν λάμψη.»

«Άλλοι μπροστά στην πόλη καβάλα σ’ άλογα γυμνάζονταν. Κι οι γεωργοί τη γη τη θεία σχίζανε, κι είχανε τους χιτώνες αναζώσει. Κι ήταν πολύς καρπός για θέρισμα παρέκει· άλλοι θερίζανε με κοφτερά δρεπάνια τα γερτά καλάμια με τ’ αστάχυα τα πυκνά – ήταν σα να ‘βλεπες στ’ αλήθεια τον καρπό της Δήμητρας· κι άλλοι τα δέναν σε χερόβολα και τα ‘ριχναν στ’ αλώνι· κι άλλοι τρυγούσανε σταφύλια.»
























πηγή: Mythologists