Ο Λύσιππος ( 370 – 300 π.Χ) ήταν αρχαίος Έλληνας γλύπτης από τη Σικυώνα, που φιλοτεχνούσε αποκλειστικά μπρούτζινα γλυπτά. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της σχολής της Σικυώνας, του μεγαλύτερου καλλιτεχνικού κέντρου μετά την Αθήνα και κατά τις αρχαίες πηγές τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με τον Πραξιτέλη και τον Φειδία.
Ήταν ένας από τους επίσημους καλλιτέχνες της Αυλής του Αλέξανδρου και παραγωγικότατος.
Εργάτης του χαλκού στα νεανικά του χρόνια, υπήρξε αυτοδίδακτος στη τέχνη της γλυπτικής κι αργότερα ηγήθηκε της Σχολής του Άργους και της Σικυώνας κι έγινε ο προσωπικός γλύπτης του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Δημιούργησε, σύμφωνα με μαρτυρία από τον Πλίνιο, περισσότερα από 1500 έργα, όλα σε χαλκό. Κανένα από τα έργα του δεν έχει διασωθεί, παρά μόνον ορισμένα αντίγραφα. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι τα γλυπτά του ήταν φιλοτεχνημένα κυρίως από χαλκό, υλικό πολύτιμο για τους ανθρώπους σε δεύτερη χρήση.
Το έργο του, που καλύπτει ολόκληρο τον 4ο αιώνα π.Χ. κι άσκησε, ίσως, τη μεγαλύτερη επίδραση σ’ ολόκληρη την ελληνιστική γλυπτική παραγωγή.
Εκτός της Σικυώνας, τόπο που γεννήθηκε κι εργάστηκε κατά κύριο λόγο, εργάστηκε και σ’ άλλες μεγάλες πόλεις της αρχαιότητας, όπως: Κόρινθο, Ίσθμια, Άργος, Ολυμπία, Αθήνα, Δελφούς, Σπάρτη, Μακεδονία και Λήμνο.
 |
Κεφαλή του Μελέαγρου. Το πρωτότυπο ήταν δημιούργημα του Σκόπα. Αποκαταστημένο αντίγραφο στο Βρετανικό Μουσείο. |
Αντιπροσωπεύει μαζί με τον Λεωχάρη το τέλος της κλασσικής και ταυτόχρονα την αυγή της ελληνιστικής γλυπτικής. Οι μορφές του ολοκληρώνουν τα επιτεύγματα του Σκόπα κι απλώνονται στις τρεις διαστάσεις, προσφέροντας στο θεατή περισσότερες αισθητικά άρτιες όψεις. Είναι ψηλόλιγνες, εύκαμπτες, μυώδεις και με σχετικά μικρό κεφάλι. Ήτανε περίφημος πορτρετίστας κι ο Μέγας Αλέξανδρος μόνον αυτόν εμπιστευόταν.