Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀγερμούς, δηλαδή τοὺς ἐράνους. καὶ λέγονταν ἔτσι ἀκριβῶς κι αὐτὰ ἀγερμοί, ἑνῷ εἶχαν καὶ τὶς ἰδιαίτερες ἐποχιακὲς ὀνομασίες εἰρεσιῶναι, χελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα. λέγονταν βέβαια ἀγερμοὶ (ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἀγείρω, ποὺ θὰ πῇ ἀθροίζω, μαζεύω, ἐρανίζομαι) καὶ ὅλοι γενικῶς οἱ ἔρανοι. ὁ ἔρανος χορηγιῶν μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν ἑνὸς πολιτικοῦ γιὰ τὴν οἰκονομικὴ στήριξι τοῦ πολιτικοῦ ἀγῶνος του
- ἡ ζητιανιὰ τῶν φτωχῶν στ΄ ἀρχοντικὰ ποὺ γλεντοῦσαν
- ἢ στοὺς ναοὺς ποὺ πανηγύριζαν
- ἡ θρησκευτικὴ καὶ βακούφικη ζητεία σιτηρῶν καὶ ἄλλων ἀγροτικῶν προϊόντων γιὰ τοὺς ναοὺς καὶ τὰ μοναστήρια τῶν θηλυκῶν ἰδίως θεοτήτων Ῥέας, Εἰλειθυίας, Μητρός, Κυβέλης, Ἀρτέμιδος, Ἥρας, Νυμφῶν, καὶ πολλῶν ἄλλων4, ἀλλὰ κυρίως καὶ ἐν τέλει ἀγερμοὶ λέγονταν αὐτὰ ποὺ τώρα λέμε κάλαντα ἢ κόλιντα τῶν παιδιῶν…
Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἐξ ἀρχῆς τὰ κάλαντα ἢ κατὰ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ὀνομασίες των εἰρεσιῶναι, χελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα, ἦταν μόνο κοινωνικὰ καὶ ἀγροτικὰ – ἡμερολογιακὰ καὶ παιδικά, χωρὶς κανένα θρησκευτικὸ χαρακτῆρα. θρησκευτικὰ στοιχεῖα…μπῆκαν σ᾽ αὐτὰ μόνο σὲ χρόνια ὄψιμα. ἔτσι βλέπουμε στὰ μὲν ἀρχαϊκὰ καὶ ἔντονα διαλεκτικὰ ἑλληνικὰ χελιδονίσματα καὶ εἰρεσιώνας ν᾽ ἀπουσιάζῃ κάθε ἴχνος θρησκευτικοῦ στοιχείου, στὸ δὲ ὀψιμώτερο κορώνισμα νὰ ἐμφανίζωνται ὁ Ἀπόλλων σὰν πατέρας τῆς Κορώνης καὶ οἱ θεοὶ σὰν ἐκτελεσταὶ τῶν εὐχῶν…
Εἰρεσιώνη στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἐθιμικὴ συνήθεια λεγόταν κατ᾽ ἀρχὴν ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς στολισμένο μὲ μιὰ τούφα εἶρος8 ἤτοι ἔριον (=μαλλί) – γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε λεγόταν καὶ εἰρεσιώνη
Μὲ διαφόρους πρόσθετους καρποὺς ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ὑπάρχουν ἄφθονοι κατὰ τὴ φθινοπωρινὴ καὶ σεπτεμβριάτικη ἰσημερία, ἰδίως ῥόδια, κυδώνια, σῦκα, καὶ σταφύλια. αὐτὸ τὸ κλωνάρι, τὴν εἰρεσιώνη, τὸ κρεμοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὴν πόρτα τους καὶ τὸ κρατοῦσαν ὅσο περισσότερον καιρὸ μποροῦσαν, ὅπως τώρα κρεμοῦν τὸ στεφάνι τῆς πρωτομαγιᾶς. ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν εἰρεσιώνη κατάγονται τόσο τὰ κρεμαστάρια ῥοδιῶν καὶ κυδωνιῶν στὸ ταβάνι τοῦ νεοελληνικοῦ ἀγροτικοῦ σπιτιοῦ, ὅσο καὶ ὁ γαμήλιος φλάμπουρας τῶν Σαρακατσάνων ποὺ ἔχει στὰ ἄκρα του μπηγμένα μῆλα. ἐννοεῖται ὅτι τὴν ἀρχαία εἰρεσιώνη τὴν κρεμοῦσαν στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τὰ παιδιὰ ποὺ πήγαιναν νὰ τραγουδήσουν τὴν εἰρεσιώνη – κάλαντα. γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀναντίρρητο ὅτι καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι τῶν καλάντων, ποὺ λεγόταν εἰρεσιώνη
Εἶναι τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς.
Χελιδονίσματα λέγονταν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς, ἐπειδὴ τὰ παιδιά, ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν περιερχόμενα στὰ σπίτια καὶ δεχόμενα φιλοδωρήματα, κυρίως ἀνήγγελλαν τὸν ἐρχομὸ τῆς ἀποδημητικῆς χελιδόνος. καὶ τὰ παιδιὰ αὐτὰ λέγονταν χελιδονισταί
Μέχρι και σήμερα ἡ χελιδόνα τραγουδιέται ἀπὸ τὰ παιδιὰ σὰν κάλαντα τῆς 1 Μαρτίου σ᾽ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, οἱ δὲ σημερινοὶ χελιδονισταὶ ἔχουν μιὰ ξύλινη χελιδόνα ποὺ τὴν περιστρέφουν σὲ ἄξονα μὲ ἑλκόμενο κορδόνι πάνω σὲ μιὰ ξύλινη τρουλλοειδῆ βάσι στολισμένη μὲ πρώιμα λουλούδια. τὸ ἴδιο πρέπει, νομίζω, νὰ ἔκαναν καὶ οἱ ἀρχαῖοι χελιδονισταί.
Τὰ ἴδια ἐαρινὰ κάλαντα σὲ μερικὲς περιοχὲς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος λέγονταν κορωνίσματα, καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν κορωνισταί
Επειδὴ ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδοῦσαν τὴν κορώνη (=κουρούνα), ἐπίσης ἀποδημητικὸ πτηνὸ καρακοειδές. στὸ μοναδικὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κορώνισμα, ποὺ διασώθηκε, φαίνεται ἔντονα ὅτι οἱ κορωνισταὶ κρατοῦσαν κι ἔπαιζαν ὁμοίωμα κορώνης, καὶ ἀπ᾽ αὐτὸ συμπέρανα προηγουμένως ὅτι τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ στὴ χελιδόνα, πρᾶγμα ἄλλωστε ποὺ μαρτυρεῖται ὡς ἐπιβίωσι καὶ στὴ νεοελληνικὴ παιδικὴ ἐθιμικὴ πρακτική…Κατὰ τὴ ῥωμαϊκὴ ἐποχή, δηλαδὴ τὴν ἑλληνορρωμαϊκὴ καὶ βυζαντινή, αἱ εἰρεσιῶναι καὶ τὰ χελιδονίσματα ἢ κορωνίσματα ἔγιναν κάλανδα ἢ κάλαντα ἢ μὲ κάποια γλωσσικὴ φθορὰ κόλιντα.
Απὸ τὶς ῥωμαϊκὲς kalendae (=νουμηνία, πρωτομηνιά, τραγούδια πρωτομηνιᾶς καὶ πρωτοχρονιᾶς… στὴ συνέχεια παραθέτω, μεταφράζω, καὶ σχολιάζω τὰ τέσσερα σῳζόμενα ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ προρρωμαϊκὰ κάλαντα, ἤτοι δύο εἰρεσιώνας ἕνα χελιδόνισμα, καὶ ἕνα κορώνισμα. ἀπ΄ ὅ,τι ξέρω, μέχρι σήμερα, οὔτε τὰ προσδιώρισε κανεὶς πρὶν ἀπὸ μένα ὡς κάλαντα, οὔτε τὰ μετέφρασε, οὔτε κἂν τὰ περισυνέλεξε σὲ σῶμα.
2. Ειρεσιώνη
3. Χελιδόνισμα
4. Κορώνισμα
1. Τα Κάλαντα του Τριέσπερου, ευθέως από τους Αρχαίους Χρόνους, ακόμα τραγουδιούνται στην Κύπρο σε ορισμένα ορεινά χωριά.
Καλήν εσπέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας
Ηλίου τη θεία γέννηση
να πω στ’ αρχοντικό σας.
Λιώσε τα χιόνια στα βουνά
Απόλλων άρχοντα θεέ,
έλα ξανά κοντά μας
συ φωτοδότη Βασιλιά,
φώτισε την καρδιά μας.
ζέστανε τα πλατάνια
φέρε μας γέλια και χαρά,
ειρήνη και ζωντάνια.
Στο σπίτι αυτό που μπήκαμε
οι εστίες να μη σβήσουν
κι όλοι οι νοικοκυραίοι του
χίλια χρόνια να ζήσουν…
2Α. Εἰρεσιώνη α΄
Δῶμα προσετραπόμεσθ΄ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο,
ὃς μέγα μὲν δύναται, μέγα δὲ βρέμει, ὄλβιος αἰεί.
Αὐταὶ ἀνακλίνεσθε θύραι. πλοῦτος γὰρ ἔσεισι
πολλός, σὺν πλούτῳ δὲ καὶ εὐφροσύνη τεθαλυῖα,
εἰρήνη τ᾽ ἀγαθή. ὅσα δ᾽ ἄγγεα, μεστὰ μὲν εἴη,
κυρβέη δ᾽ αἰεὶ κατὰ καρδόπου ἕρποι μᾶζα,
τοῦ παιδὸς δὲ γυνὴ κατὰ διφράδα βήσεται ὕμμιν,
ἡμίονοι δ᾽ ἄξουσι κραταίποδες ἐς τόδε δῶμα,
αὐτὴ δ᾽ ἱστὸν ὑφαίνοι ἐπ΄ ἠλέκτρῳ βεβαυῖα.
νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ………….
εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐχ ἑστήξομεν˙
οὐ γὰρ συνοικήσοντες ἐνθάδ᾽ ἤλθομεν.
Απόδοση
Μπαίνουμε μὲς στ᾽ ἀρχοντικὸ μεγάλου νοικοκύρη,
ἀντρειωμένου καὶ βροντόφωνου καὶ πάντα εὐτυχισμένου.
Ἀνοίξτε, πόρτες, μόνες σας, πλοῦτος πολὺς νὰ ἔμπῃ μέσα,
καὶ μὲ τὸν πλοῦτο συντροφιὰ χαρὰ μεγάλη κι εὐτυχία
κι ὁλόγλυκη εἰρήνη. τ᾽ ἀγγειά του ὅλα γεμάτα νἆναι
καὶ τὸ ψωμὶ στὴ σκάφη νὰ φουσκώνῃ πάντα καὶ νὰ ξεχειλίζῃ.
γι᾽ αὐτὸ ἐδῶ τὸ παλληκάρι σας ἡ νύφη νἄρθῃ θρονιασμένη σὲ θρονί,
ἡμίονοι σκληροπόδαροι στὸ σπιτικὸ αὐτὸ νὰ σᾶς τὴν κουβαλήσουν,
καὶ νὰ ὑφαίνῃ πανὶ σὲ ἀργαλειὸ μὲ χρυσάργυρες πατῆθρες.
σοὔρχομαι σοῦ ξανάρχομαι σὰ χελιδόνι κάθε χρόνο
καὶ στὴν αὐλόθυρά σου στέκομαι .
…
Ἂν εἶναι νὰ μᾶς δώσῃς τίποτα, καλὰ καὶ καμωμένα,
εἰ δὲ μή, δὲν θὰ στεκόμαστε ἐδῶ γιὰ πάντα.
γιατὶ ἐδῶ δὲν ἤρθαμε γιὰ νὰ συγκατοικήσουμε μαζί σου.
Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ συντάκτης τοῦ ψευδηροδοτείου Βίου τοῦ Ὁμήρου καὶ ἡ Σούμμα …στὴν εἰσαγωγὴ γιὰ τὴν εἰρεσιώνη αὐτὴ λέει ὅτι τὴν τραγουδοῦσε ὁ τυφλὸς καὶ φτωχὸς Ὅμηρος στὴ Σάμο ἀπὸ ἀρχοντικὸ σὲ ἀρχοντικό, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ τραγουδοῦσαν κι αὐτὰ μαζί του…ἐπίσης ὁ στίχος μὲ τὴν ἀπροσδόκητη καὶ σαφῶς ἀταίριαστη ἀναφορὰ τῆς χελιδόνος εἶναι προφανῶς προσθήκη ἢ διασκευὴ νεώτερη τοῦ 432 π.Χ., ὅταν ἡ πρωτοχρονιὰ μετατέθηκε ἀπὸ τὴ φθινοπωρινὴ στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία, ὁπότε ἡ εἰρεσιώνη αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε καὶ ὡς χελιδόνισμα. στὸ κείμενο τῆς Σούμμας ἡ προσθήκη ἔχει καὶ προέκτασι μὲ ὀνομαστικὴ ἀναφορὰ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ συνεπῶς εἰσδοχὴ θρησκευτικοῦ στοιχείου ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ὄψιμη ἐποχή. ὅλη μαζὶ ἡ προσθήκη ἔχει ὡς ἑξῆς.
νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ψιλὴ πόδας. ἀλλὰ φέρ᾽ αἶψα
πέρσαι τῷ Ἀπόλλωνος γυιάτιδος …
2Β. Εἰρεσιώνη β΄
Εἰρεσιώνῃ σῦκα φέρειν καὶ πίονας ἄρτους
καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι
καὶ κύλικ᾽ εὔζωρον, ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ.
Απόδοση
Στὴν εἰρεσιώνη φέρνε σῦκα καὶ ψωμιὰ ἀφράτα
καὶ μέλι στὴν κούπα καὶ μύρο ν᾽ ἀλειφτῇ
καὶ κρασὶ στὸ ποτήρι δυνατό, γιὰ νὰ κοιμᾶται σουρωμένη.
Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ Πλούταρχος καὶ ἡ Σούμμα δημοτικὸ τῶν Ἀθηνῶν τῆς κλασσικῆς ἢ ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς, πιθανῶς ὄχι ὁλόκληρο. γλῶσσα πρότερη κοινὴ ἑλληνικὴ ἡ λεγομένη καὶ ἀττική. μέτρο λυρικῆς ποιήσεως. ἡ μεταγενέστερη ἡλικία του φαίνεται κι ἀπὸ τὴν προχωρημένη σημασία τοῦ ὅρου εἰρεσιώνη. σημαίνει τὴν παρέα τῶν ἀντρῶν πλέον ποὺ τὴν τραγουδοῦν σὲ συμπόσιο, ὅπου ἀλείφονται μὲ μυρέλαιο καὶ πίνουν καὶ μεθοῦν καὶ κοιμοῦνται.
2Γ. Εἰρεσιώνη γ΄
Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, το απαντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:
Στο σπίτι ετούτο πού ‘ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι».
3. Χελιδόνισμα
Ἦλθ΄ ἦλθε χελιδὼν
καλὰς ὥρας ἄγουσα,
καλοὺς ἐνιαυτούς,
ἐπὶ γαστέρα λευκά,
ἐπὶ νῶτα μέλαινα.
Παλάθαν σὺ προκύκλει ἐκ πίονος οἴκου
οἴνου τε δέπαστρον τυροῦ τε κάνιστρον.
καὶ πύρνα χελιδὼν καὶ λεκηθίταν οὐκ ἀπωθεῖται.
Πότερ᾽ ἀπίωμες ἢ λαβώμεθα;
εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐκ ἐάσομες.
ἢ τὰν θύραν φέρωμες ἢ τὸ ὑπέρθυρον
ἢ τὰν γυναῖκα τὰν ἔσω καθημέναν.
μικρὰ μέν ἐστι, ῥᾳδίως νιν οἴσομες.
ἂν δὴ φέρῃς τι, μέγα δή τι φέροις.
ἄνοιγ᾽ ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι.
οὐ γὰρ γέροντές ἐσμεν, ἀλλὰ παιδία.
Απόδοση
Ἦρθε ἦρθε ἡ χελιδόνα,
φέρνει τὸν καλὸ καιρό,
φέρνει τὴν καλὴ χρονιά.
εἶναι ἄσπρη στὴν κοιλιά,
μαύρη στὴ ῥάχι ἑπάνω.
Κύλα κατὰ δῶ ἕναν πελτὲ σύκου ἀπ᾽ τὸ σπιτικὸ τὸ γεμάτο καλούδια.
κέρνα μας ἕνα ποτήρι κρασί, δός μας κι ἕνα πανέρι τυρί.
ἡ χελιδόνα δὲν λέει ὄχι καὶ στὰ σταρόψωμα καὶ στὴν κουλούρα.
Τί λές; θὰ μᾶς δώσῃς ἢ νὰ φύγουμε;
κι ἂν μὲν μᾶς δώσῃς, καλὰ καὶ καμωμένα.
ἂν ὅμως δὲν μᾶς δώσῃς, δὲν θὰ περάσῃ ἔτσι.
ἢ τὴν αὐλόπορτα σοῦ σηκώνουμε ἢ τὸ στέγαστρό της,
ἢ τὴν κοπελλάρα ποὺ κάθεται στὸ σπίτι μέσα.
εἶναι μικρούλα βέβαια, ἀλλὰ τόσο τὸ καλλίτερο,
γιὰ νὰ τὴ σηκώνουμε κι ἐμεῖς ἀκόμη εὐκολώτερα.
κι ἂν φέρῃς νὰ μᾶς δώσῃς κάτι, νἆναι κάτι μεγάλο.
ἔλα ἄνοιξε τὴν πόρτα σου μπροστὰ στὴ χελιδόνα.
δὲν εἴμαστε γέροι ἄνθρωποι, εἴμαστε παιδάκια.
…ᾆσμα διαιρούμενο κατὰ τὴ γνώμη μου σὲ τρεῖς στροφές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μία εἶναι τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα, μία τὰ αἰτήματα τῶν χελιδονιστῶν, καὶ μία οἱ ἀπειλές των σὲ περίπτωσι μὴ ἐκπληρώσεως τῶν αἰτημάτων τους. αὐθεντικὸ παιδικὸ τραγούδι. οἱ στροφὲς β΄ καὶ γ΄, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δυὸ ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος, εἶναι τὸ ἀρχαιότερο μέρος καὶ προέρχονται ἀπὸ εἰρεσιώνη φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς. …ἡ α΄ στροφὴ ὅμως, ποὺ εἶναι καὶ σὲ διαφορετικὸ μέτρο, καὶ οἱ δύο παρακάτω ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος εἶναι τὸ νεώτερο κομμάτι τὸ προστεθειμένο μετὰ τὸ 432 π.Χ. καὶ ἀναφέρονται σὲ ἐαρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά. εἶναι τὸ κυρίως χελιδόνισμα. …καὶ στὰ σημερινὰ κόλιντα τῆς Τερπνῆς Σερρῶν ὑπάρχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἀπειλῆς. ὑπάρχουν τρία στοιχεῖα.
α΄) τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα μὲ τὶς εὐχές,
β΄) τὸ θρασὺ αἴτημα, καὶ
γ΄) ἡ παιδικὴ ἀπειλή. ὅπως ἀκριβῶς σ΄ αὐτὸ τὸ δωρικὸ χελιδόνισμα. δηλαδή.
α΄) τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα μὲ τὶς εὐχές,
β΄) τὸ θρασὺ αἴτημα, καὶ
γ΄) ἡ παιδικὴ ἀπειλή. ὅπως ἀκριβῶς σ΄ αὐτὸ τὸ δωρικὸ χελιδόνισμα. δηλαδή.
α΄. Κόλιντα, μπάμπω, κόλιντα! (ἄγγελμα)
τρεῖς χιλιάδις πρόβατα,
κι ἄλλα τόσα γίδια. (εὐχὲς)
β΄. Δῶσι, κυρά, καρύδια,….
δῶσι κι ἄλλα,… (θρασὺ αἴτημα)
γ ΄. Νὰ μὴ σὶ σπάσου τὰ κιραμίδια!
νὰ μὴ σὶ σπάσου τ᾽ σκάλα ! (ἀπειλή).
εἶναι ἐκπληκτικὸ ὅτι τὰ στοιχεῖα αὐτὰ διατηρήθηκαν τόσους αἰῶνες. ὑπ᾽ ὄψιν δὲ ὅτι καὶ ἡ Τερπνή, ὅπως ἡ Ῥόδος, ἦταν μέρος δωρικό, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς λέξεις τῆς τοπικῆς της λαλιᾶς ἀσαμόραστος καὶ μᾶκος (σᾶμα-σῆμα, μάκων-μήκων. βλ. Λεξικὸ τοῦ Ν. Πασχαλούδη). ἄλλωστε καὶ ὅλοι οἱ Μακεδόνες ἦταν Δωριεῖς, ἀφοῦ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ μέσα στ᾽ ὄνομά τους φαίνεται τὸ δωρικὸ μᾶκος (=μῆκος, ψηλὸ ἀνάστημα).
4. Κορώνισμα
Ἐσθλοί, κορώνῃ χεῖρα πρόσδοτε κριθέων
τῇ παιδί τἀπόλλωνος ἢ λέκος πυρῶν
ἢ ἄρτον ἢ ἤμαιθον ἢ ὅτι τις χρῄζει.
δότ᾽, ὦγαθοί, <τι> τῶν ἕκαστος ἐν χερσὶν
ἔχει κορώνῃ. χἅλα λήψεται χόνδρον.
φιλεῖ γὰρ αὕτη πάγχυ ταῦτα δαίνυσθαι.
ὁ νῦν ἅλας δοὺς αὖθι κηρίον δώσει.
ὦ παῖ, θύρην ἄγκλινε. πλοῦτος ἤκουσε,
καὶ τῇ κορώνῃ παρθένος φέρει σῦκα.
θεοί, γένοιτο πάντ᾽ ἄμεμπτος ἡ κούρη
κἀφνειὸν ἄνδρα κὠνομαστὸν ἐξεύροι.
καὶ τῷ γέροντι πατρὶ κοῦρον εἰς χεῖρας
καὶ μητρὶ κούρην εἰς τὰ γοῦνα κατθείη,
θάλος τρέφειν γυναῖκα τοῖς κασιγνήτοις.
ἐγὼ δ᾽ ὅκου πόδες φέρουσιν, ὀφθαλμοὺς
ἀμείβομαι Μούσῃσι πρὸς θύρῃσ᾽ ᾄδων
καὶ δόντι καὶ μὴ δόντι πλέονα τῶν γεω.
………………………………………………
ἀλλ᾽ , ὦγαθοί, ἐπορέξαθ᾽ ὧν μυχὸς πλουτεῖ .
δὸς ὦν, ἄναξ, δὸς καὶ σὺ πότνα μοι νύμφη.
νόμος κορώνῃ χεῖρα δοῦν᾽ ἐπαιτούσῃ.
τοσαῦτ᾽ ἀείδω. δός τι καὶ καταχρήσει.
Απόδοση
Δῶστε, καλοί μου, μιὰ χεριὰ κριθάρι στὴν κορώνη,
τὴν κόρη τοῦ Ἀπόλλωνος, ἢ ἕνα πιάτο στάρι,
ἢ ἕνα ψωμὶ ἢ ἕνα ἡμιώβολο, ἢ ὅ,τι ἔχει κανεὶς προαίρεσι.
δῶστε, καλοί μου, κάτι ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ὅλοι σας κρατᾶτε,
δῶστε στὴν κορώνη. παίρνει δὲ καὶ λίγα σπυριὰ ἁλάτι.
γιατὶ τῆς ἀρέσουν πάρα πολὺ νὰ τρώῃ κάτι τέτοια.
ὅποιος δίνει ἁλάτι σήμερα, αὔριο θὰ δώσῃ μελιοῦ κηρήθρα.
ἄνοιξε τὴν πόρτα, δοῦλε. ὁ πλοῦτος τὴν κορώνη τὴν ἀκούει.
νά κι ἡ κοπέλλα ποὔρχεται καὶ φέρνει στὴν κορώνη σῦκα.
ὄμορφη κάντε την, θεοί, κόρη χωρὶς ψεγάδι,
κι ἄντρα νὰ βρῇ βοηθῆστε την πλούσιο καὶ παινεμένο.
στὰ χέρια τοῦ γέρου πατέρα της ἕναν ἐγγονὸ ν᾽ ἀκουμπήσῃ,
στῆς γριᾶς μάννας τὰ γόνατα μιὰ ἐγγονὴ ν᾽ ἀφήσῃ.
καὶ γιὰ τοὺς ἀδερφούς της κάποια γυναῖκα βλαστάρι ν᾽ ἀνατρέφῃ.
κι ἐγὼ κυττῶ νὰ πηγαίνω ὅπου μὲ πᾶν τὰ πόδια μου,
κι ἐκεῖ στὶς πόρτες ἐμπροστὰ νὰ τραγουδῶ στὶς Μοῦσες.
μοῦ δώσῃ δὲν μοῦ δώσῃ κάποιος, πιότερα τοῦ εὔχομαι ἀπ᾽ ὅσα ἔχει.
…………
Ἀλλ΄, ὦ καλοί μου, δῶστε μου, ἀπ᾽ τοῦ κελλαριοῦ σας τὰ καλούδια.
δῶσε μου καὶ σύ, βασιλιᾶ μου, δῶσε μου καὶ σύ, νεράιδα λατρευτή.
ἔθιμο εἶναι νὰ δίνῃς μιὰ χεριά, ὅταν ἡ κορώνη ζητιανεύῃ.
μέχρι ἐδῶ τὸ ᾆσμα μου. δῶσε κι ἀπ᾽ τὸ ὑστέρημά σου κάτι.
Τὸ τραγούδι αὐτὸ διασῴζει ὁ Ἀθήναιος, ὁ ὁποῖος τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν Κολοφώνιο ποιητὴ Φοίνικα. ὑπῆρχαν τέτοια δημοτικὰ κορωνίσματα, στὰ ὁποῖα ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδιόταν ἡ κορώνη (κουρούνα), ὅπως μαρτυροῦσαν οἱ Ἔφιππος, Ἁγνοκλῆς, καὶ Πάμφιλος, στοὺς ὁποίους παραπέμπει ὁ Ἀθήναιος, καὶ μαρτυρεῖ ὁ Ἡσύχιος καὶ ἔμμεσα ὁ Αἰλιανός. ἐννοεῖται ὅτι ἦταν ἀγερμοὶ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς ὅπως τὰ χελιδονίσματα…ἡ κορώνη εἶναι προσωποποιημένη καὶ θεοποιημένη καὶ θυγατέρα τοῦ Ἀπόλλωνος, τὶς δὲ εὐχὲς ἐκπληρώνουν οἱ θεοί. τὰ τρόφιμα φιλοδωρήματα τὰ «τρώει» ἡ ἴδια ἡ Κορώνη, κάτι ποὺ εἶναι ἱερατικὴ φανφάρα. τὸ κορώνισμα κατὰ μὲν τὴν εἰσαγωγικὴ σημείωσι τοῦ Ἀθηναίου τὸ τραγουδοῦσαν ἄνδρες ἀγείροντες, καὶ ὄχι παιδιά,κατὰ δὲ τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τοῦ ᾄσματος ἕνας μόνο ἄντρας, ἐπαγγελματίας κορωνιστής, δηλαδὴ προφανῶς ἱερεύς. εἶναι πολὺ ἐμφανῆ τὸ ἐπαγγελματικὸ ζητιανηλίκι, ἡ προσπάθεια προκλήσεως τοῦ οἴκτου τῶν ἀκροατῶν, ἡ χρῆσι κολακείας, καὶ ἡ διπλωματικὴ γλῶσσα καὶ φιλοφρόνησι τοῦ ἐπαγγελματία ζητιάνου. τὸ νόμισμα ἤμαιθον, ποὺ ἀναφέρεται, εἶναι κατὰ τὸν Ἡσύχιο ἡμιώβολον (μισὸς ὀβολὸς) ἢ στὴν Κύζικο διώβολον (δύο ὀβολοί)21. τὸ κορώνισμα πρέπει νὰ εἶναι ἀρχικὰ μὲν νεώτερο τοῦ 432 π.Χ., ὡς διασκευὴ δὲ εἶναι τοῦ Δ΄ ἢ τῶν Γ΄-Α΄ π.Χ. αἰώνων. πολὺ γρήγορα πρέπει ἀπὸ παιδικὸ κορώνισμα νὰ μεταπήδησε σὲ ἱερατικὸ ἀγερμό, καὶ ἀπὸ ἱερατικὸ ἀγερμὸ σὲ συμποσιακὸ κι ἐν τέλει σὲ γαμήλιο τραγούδι ἐνηλίκων…
ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ἡρόδοτος 1, 61, 3.
2. Ὅμηρος, ρ 360-3.
3. Πολυδεύκης 3, 111.
4. Αἰσχύλος, Ξάντριαι, ἀπ. 168 Ναuck. Ἡρόδοτος 4, 35, 1-4.
Πλάτων, Πολ., 2 (381 d). Διονύσιος Ἁλικ., Ῥωμ. ἀρχ. 2, 19, 2. Ἐπιγραφὴ-Ψήφισμα Ἁλικαρνασσοῦ 2656, 26-28 (Α΄ π.Χ. αἰ.), CΙG 2, 453. Λουκιανός, Ψευδόμ., 13. Ἡσύχιος, λ. ἀγείρειν. ἀγερμός˙ κορωνισταί˙ χελιδωνισταί. Φώτιος, λ. ἀγείρει. Σούμμα (= Σουΐδας) , λ. ἀγείρει.
5. Ἀριστοφάνης, Ὄρν., 1410-17..Ψευδηρόδοτος,Ὁμήρου βίος, 33. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Ἀθήναιος 8, 59-60 (359b-360b). Ἡσύχιος, λ. κορωνισταί˙ χελιδονισταί. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη˙ Ὅμηρος. Εὐστάθιος, Εἰς Ὀδύσσ., φ 411-412 (1914, 40-50)˙ Ἐπιστ. 41 (μεγάλῳ ἑταιρειάρχῃ), ἔκδ. T.L.F. Tafel, Opuscula, 344 (Francofurti 1832). Ἰωάννης Τζέτζης, Ἱστ. 13, 237-250. οἱ Ἕφιππος, Ἁγνοκλῆς, Φοίνιξ, Θέογνις, καὶ Πάμφιλος, στὸν Ἀθήναιο, ἔνθ΄ ἀνωτ.
6. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33.
7. Κατ᾽ ἄλλους γύρω στὸ 700 ἢ τὸ 353 ἢ τὸ 46 π.Χ., ἀλλ᾽ αὐτοὶ δὲν ἔχουν δίκαιο.
8. Ὅμηρος, δ 135˙ ι 425-6.
9. Εὔπολις, Οἱ δῆμοι, ἀπόσπ. 131 Edmonds (=Κ119). Ἀριστοφάνης, Ἱππ., 728 – 9˙ Σφ., 398-9˙ Πλ., 1053-54. Ἐπιγραφὴ Ἀττικῆς (ἐπιτυμβία Θεσμοφάνους, νεώτερη τοῦ Μενάδρου) 956, 9-12 CIG 1, 537. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Ἰώσηπος, Ἀρχ. 3, 245. Ἀλκίφρων, Ἐπιστ. 2, 35, 1 (ἢ 3, 37, 1) (ἀγροικικαί, Ἐπιφυλὶς Ἀμαρακίνῃ).Ἡσύχιος, λ. εἰρεσιώνη. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη˙ Ὅμηρος.
10. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη˙ Ὅμηρος.
11. Ἀριστοφάνης, Ὄρν., 1410-17. Ἀθήναιος 8, 60 (360bcd).Ἡσύχιος, λ. χελιδονισταί. Σούμμα, λ. χελιδόνιον μέλος. Εὐστάθιος, Εἰς Ὀδύσσ., φ 411-412 (1914, 40-50)˙ Ἐπιστ. 41, ἔνθ΄ ἀνωτ.. Πρβλ. καὶ Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου, καν. 62.
12. Ἔφιππος, Ὀβελιαφόροι, στὸν Ἀθήναιο 8, 58 (359 b). Ἀθήναιος, 8, 58-60 (359b˙ def˙ 360 ab). Αἰλιανός, Περὶ ζῴων 3, 9. Ἡσύχιος, λ. κορώνη˙ κορωνισταί.Ἰωάννης Τζέτζης, Ἱστ. 13, 237-267.
13. Πουλολόγος, (καλανδίζω ). Φορτουνᾶτος (κάλαντα ), στὸ τοῦ Ἐμ. Κριαρᾶ, Λεξικὸ…, λ. καλανδίζω – κάλαντα. σημερινὴ δημοτικὴ γλωσσικὴ χρῆσι.
14. Σήμερα στὴν Τερπνὴ γιὰ τὸν ἀγερμὸ τῆς 24 Δεκεμβρίου.
15. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33. Σούμμα, λ. Ὅμηρος.
16. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη.
17. Ἀθήναιος 8, 60 (360bcd). Εὐστάθιος, Εἰς Ὀδύσσ., φ 411-412 (1914, 40-50)˙ Ἐπιστ. 41, ἔνθ΄ ἀνωτ.. τὸ ἐκδίδουν καὶ οἱ ἐκδότες τῶν λυρικῶν ποιητῶν Bergk, Hiller, Crusius, Page, στὴν κατηγορία τῶν δημοτικῶν (populares).
18. Ἀθήναιος 8, 59 (359d-360b).
19. Ἡσύχιος, λ. κορώνη˙ κορωνισταί.
20. Αἰλιανός, Περὶ ζῴων 3,9.
21. Ἡσύχιος, λ. ἤμαιθον. καὶ ὁ Ἡρῴδας (Διδάσκ., 44) ἀναφέρει τρί᾽ ἤμαιθα.
22. Ἔφιππος, στὸν Ἀθήναιο 8, 58 (359b).
23. Ἰωάννης Τζέτζης, Ἱστ. 13, 250-267.
Ἡ μελέτη αὐτὴ πρωτοδημοσιεύτηκε τὸ 1999 στὸ περιοδικὸ ‘’Τερπνή’’, φ. 42 – 44 (2001 – 02). Μελέτες 4 (2008) Κύρια πηγή: http://www.philologus.gr/1/44—-1450–600-x/142-2010-02-07-21-24-34
*Βλ. Βίοι Ομήρου, βίος Ηροδότου, στίχ. 462: «ταῖς νουμηνίαις προσπορευόμενος πρὸς τάς οἰκίας τάς εὐδαιμονεστέρας, ἐλάμβανε τι ἀείδων τὰ ἔπεα τάδε ἃ καλεῖται Εἰρεσιώνη, ὠδήγουν δὲ αὐτὸν καὶ συμπαρῆσαν αἰεὶ τῶν παίδων τινες τῶν ἐγχωρίων».
*Βλ. Βίοι Ομήρου, βίος Ηροδότου: «ᾔδετο δὲ τάδε τὰ ἔπεα ἐν τῇ Σάμῳ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπὸ τῶν παίδων ὅτε ἀγείροιεν ἐν τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἀπόλλωνος»
πηγή: Ελλήνων Πνεύμα