17 Φεβρουαρίου 2016

Ανάλυση της φράσεως... " Μολών Λαβέ "

Το μολών είναι μετοχή Αορίστου  Β’ του ρήματος βλώσκω (βλώσκω, έβλωσκον, μολούμαι, έμολον)
Επειδή δεν υπάρχει ανωμαλία στην τέλεια ελληνική γλώσσα αλλά διορθωτικές νότες (είναι μουσική η γλώσσα μας) όπως διέσεις, υφέσεις, αναιρέσεις κλπ, ας δούμε από που προέρχεται η ρίζα μολ. 
Το ρήμα λοιπόν είναι “βλώσκω” και προέρχεται από το μλώσκω. 
Η μουσικότητα της ελληνικής γλώσσας δεν ανέχεται όμως ποτέ ένα μ μπροστά από ένα υγρό σύμφωνο όπως το λ. (Γι΄αυτό ο μαλακός-μλαξ λέγεται βλαξ, ο μετέχων εις μοίραν, ο άνθρωπος δηλαδή, ο μρωτός λέγεται βρωτός κ.ο.κ.)
Το μλώσκω με τη σειρά του προέρχεται από το ρήμα μολίσκω (που σημαίνει έρχομαι αλλά μετά κόπου). 
Το μολίσκω προέρχεται από το μόλις που χρησιμοποιούμε και σήμερα.  
Το μόλις προέρχεται από το μόγις (επίρρημα: κοπιαστικότατα, μετά μεγάλου κόπου). 
Το μόγις προέρχεται από το μόγος (μέγας κόπος).

Λοιπόν πάλι προς τα πίσω:Μόγος –> μόγις (ηχητικά το γ μετατρέπεται σε ένα κάπως παχύ και μακρόσυρτο λ που ακόμη και σήμερα ακούγεται στην προφορά λέξεων στις ντοπιολαλιές Κύπρου, Θεσσαλίας, Πελοποννήσου κ. ά.) –> μόλις.
Πράγματι, σήμερα λέμε: “μόλις πρόλαβα να κάνω κάτι” και ο αλλοιωμένος και ανεκπαίδευτος γραμματικά πλέον εγκέφαλός μας το μεταφράζει αυτό το “μόλις” ως χρονικό επίρρημα ενώ το ορθόν είναι ότι πρόκειται περί τροπικού επιρρήματος: “πώς πρόλαβα;” – “μόλις” : "με μεγάλο κόπο" !!!
Από το μόλις λοιπόν γίνεται ένα καινούργιο ρήμα: μολίσκω –> μλώσκω –> βλώσκω. Στον Αόριστο όμως που δεν έχουμε την γειτνίαση των συμφώνων μ – λ (που χάριν ευηχίας όπως γράφτηκε πριν μετατρέπεται σε β – λ), μπορεί να μείνει έμολον. Η μετοχή Αορίστου λοιπόν είναι μολών.

Στην ουσία δηλαδή ο Λεωνίδας τι είπε; 
“Κοπίασε πολύ για να τα πάρεις” (και που μου τα ζητάς τα όπλα μου, δηλαδή την υποχώρησή μου, μην νομίζεις ότι θα σου δοθούν εύκολα – ότι θα συντρέξω δηλαδή τους σκοπούς σου, θα κοπιάσεις πολύ για να πάρεις τα όπλα μου – αυτή τη θέση δηλαδή που υπερασπίζομαι).


Μολών Λαβέ = Θα κοπιάσεις πολύ για να τα πάρεις! ! ! 
(δηλαδή, όχι χωρίς κόπο = πόνο)