15 Οκτωβρίου 2015

"Αριστοτέλης" : Ο φιλόσοφος από τ΄Αστρα.


Αριστοτέλης
Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, γεννήθηκε το 384 π.Χ. στην πόλη Στάγειρα της Χαλκιδικής, η οποία ήταν ελληνική και πρώτοι την είχαν αποικήσει οι Άνδριοι το 665 π.Χ.
Ο πατέρας του, Νικόμαχος, από οικογένεια γιατρών Ασκληπιαδών, που καταγόταν από τον ομηρικό Μαχάονα, ο οποίος κατά την μυθολογία ήταν γιος του Ασκληπιού, ήταν επίσης γιατρός, συγγραφέας μερικών έργων φυσικής, πλούσιος, φίλος δε και γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα του Β΄, στην αυλή του οποίου και έζησε μέχρι τον θάνατό του. Σύζυγος του Νικομάχου, από την οποία είχε τον Αριστοτέλη και δυο άλλους γιους, ήταν η Φαιστιάς, προερχόμενη από παλαιά και διαπρεπή οικογένεια των Χαλκιδέων.


Σε πολύ μικρή ηλικία ο Αριστοτέλης έχασε την μητέρα του, δεν ήταν δε ακόμη έφηβος όταν πέθανε και ο πατέρας του. Τότε ανέλαβε την κηδεμονία του Αριστοτέλη και των αδελφών του κάποιος φίλος του πατέρα τους ονομαζόμενος Πρόξενος και μαζί του διέμεναν για κάποιο χρονικό διάστημα στην πατρίδα του Ατάρνα, αιολοκή πόλη της Μικράς Ασίας, απέναντι από την Λέσβο. 



Με αγάπη και ευγνωμοσύνη, αναφέρει επανειλημμένως σε μερικά από τα έργα του ο Αριστοτέλης, τους κηδεμόνες του εκείνους τον Πρόξενο και την γυναίκα του. Και στην διαθήκη του, η οποία σώθηκε από τον Διογένη τον Λαέρτιο, ορίζει να στηθούν ανδριάντες σε εκείνους προς ένδειξη της ευγνωμοσύνης του.


Σε ηλικία 17 ετών, το 368 π.Χ. ο Αριστοτέλης έχοντας όπως φαίνεται ήδη την διαχείριση της εκ πατρικής και μητρικής κληρονομιάς σημαντικής περιουσίας του, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, το σπουδαιότερο τότε και περιφημότερο πνευματικό, καλλιτεχνικό και αστικό κέντρο του πολιτισμένου κόσμου. Και είναι πιθανό ότι είχε έκτοτε όχι μόνο αξιόλογη προκαταρκτική μόρφωση, ώστε να μπορεί να φοιτήσει κοντά στους ρήτορες ή τους φιλοσόφους, αλλά και, σαν γόνος Ασκληπιαδών, μερικές ιατρικές γνώσεις, ιδίως στην ανατομία.

 Και πρώτα, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από πληροφορίες των βιογράφων του, υπήρξε ακροατής του Ευδόξου, ου φιλοσόφου και ιδίως μαθηματικού από την Κνίδο, ο οποίος είχε διατελέσει μαθητής του Πλάτωνα, αλλά κατόπιν ασπάσθηκε και δίδασκε τις ηδονιστικές δοξασίες του Αριστίππου, των οποίων κέντρο ήταν η φρόνηση και το μέτρο, δηλαδή δυο ηθικολογικές αντιλήψεις που επικρατούν σε όλο το έργο του Αριστοτέλη. Πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο Πλάτωνας, του οποίου κυρίως αναφέρεται να είναι μαθητής ο Αριστοτέλης, έλειπε από την Αθήνα, είχε αναχωρήσει το 367 ή 366 για τις Συρακούσες και επέστρεψε μετά μία εξαετία.



Σε εκείνη την περίοδο της νεανικής ηλικίας του Αριστοτέλη, αναφέρονται και πολλά από αυτά για τα οποία τον κατηγόρησαν διάφοροι, μεταξύ των οποίων και ο φιλόσοφος Επίκουρος της επόμενης γενεάς. Λέει ο Επίκουρος ότι ο Αριστοτέλης "νέος ών κατέφαγε την πατρική περιουσία, έπειτα δε συνεώσθη επί τω στρατεύεσθαι, κακώς δε πράττων εν τούτοις επί τω φαρμακοπωλείν, ήλθεν, έπειτα αναπεπταμένης πάσι της του Πλάτωνος Ακαδημείας εισώρμησεν εις αυτήν". Αλλά ότι αυτά και άλλα παραπλήσια δεν αληθεύουν, γίνεται φανερό από το ότι αυτός, αφού εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, έδειξε να είναι πολύ επιμελής και ασχολήθηκε με την μάθηση, γενόμενος μαθητής του Πλάτωνα και διακρίθηκε γρήγορα πάνω από όλους, αυτό δε και αυτοί οι κατήγοροί του δεν τόλμησαν να το αρνηθούν. Απεναντίας αναφέρεται σχετικά με την φιλοπονία του, ότι συχνά μελετώντας την νύχτα στο κρεβάτι του, κρατούσε στα αριστερά μια χάλκινη σφαίρα, ώστε όταν αποκοιμιόταν να πέφτει και να ξυπνά από τον κρότο. Και αυτό που πιθανώς δίνει αφορμή για κακολογίες ήταν ότι, ο Αριστοτέλης ο οποίος ήταν βραχύσωμος, ισχνός, με μικρά μάτια και φαλακρός, αρεσκόταν στον καλλωπισμό και στην επίδειξη. Ίσως δε και λόγω της ευπορίας του, να διήγε δαπανηρότερη και κοσμιώτερη ζωή.



Όντας μαθητής του Πλάτωνα μέχρι τον θάνατο αυτού (347 π.Χ.), διδάσκοντας δε ίσως τα τελευταία έτη της μαθητείας του την ρητορική στην Ακαδημία, αποχώρησε από αυτήν έπειτα, όταν την διεύθυνσή της ανέλαβε ο Σπεύσιππος. Και τότε, ίσως γιατί ήδη δεν τον έβλεπαν οι Αθηναίοι με καλό μάτι σαν "μακεδονίζοντα" , έφυγε μαζί με τον Ξενοκράτη, επίσης φιλόσοφο και μαθητή του Πλάτωνα, στην Ατάρνα, όπου εφιλοξενήθη από τον τύραννο των Αταρνών και της Άσσου Ερμεία. Ήταν δε ο Ερμείας απελεύθερος, ο οποίος αφού παρακολούθησε μαθήματα ρητορικής από τον Αριστοτέλη στην Αθήνα, με την αρετή και την αξία του έφθασε στο αξίωμα του τυράννου (ηγεμόνος) στην πατρίδα του και αναδείχθηκε προστάτης της αυτονομίας των ελληνικών πόλεων στην Μικρά Ασία, την οποία με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να καταλύσουν οι Πέρσες.

Ο Αριστοτέλης έμεινε κοντά στον Ερμεία τρία χρόνια και κατόπιν έφυγε στην Λέσβο, όταν με προδοσία συνελήφθη ο Ερμείας από τους Πέρσες και εφονεύθη. Φαίνεται δε, ότι ο θάνατός του πολύ ελύπησε τον φιλόσοφο, γιατί συνδεόταν μαζί του με φιλία και ευγνωμοσύνη και συνέθεσε, όπως λέγεται, προς τιμήν του εκείνον τον έξοχο παιάνα στην αρετή:

Ἀρετὰ πολύμοχθε γένει βροτείωι, 
θήραμα κάλλιστον βίωι,
σᾶς πέρι, παρθένε, μορφᾶς 
καὶ θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι πότμος
καὶ πόνους τλῆναι μαλεροὺς ἀκάμαντας·
τοῖον ἐπὶ φρένα βάλλεις 
καρπὸν ἰσαθάνατον χρυσοῦ τε κρείσσω
καὶ γονέων μαλακαυγήτοιό θ᾽ ὕπνου.
σεῦ δ᾽ ἕνεκεν ὁ δῖος Ἡρακλῆς Λήδας τε κοῦροι
πόλλ᾽ ἀνέτλασαν ἐν ἔργοις
σὰν ἀγρεύοντες δύναμιν.
σοῖς τε πόθοις Ἀχιλεὺς Αἴας τ᾽ Ἀίδαο δόμους ἦλθον·
σᾶς δ᾽ ἕνεκεν φιλίου μορφᾶς Ἀταρνέος 
ἔντροφος ἀελίου χήρωσεν αὐγάς.
τοιγὰρ ἀοίδιμος ἔργοις, 
ἀθάνατόν τέ μιν αὐξήσουσι Μοῦσαι,
Μναμοσύνας θύγατρες, Διὸς
ξενίου σέβας αὔξουσαι φιλίας τε γέρας βεβαίου.





Την ανιψιά και θετή θυγατέρα του Ερμεία, Πυθιάδα, μετά τον φόνο του φίλου του την παντρεύτηκε ο Αριστοτέλης και μαζί της απέκτησε μια κόρη την οποία ονόμασε επίσης Πυθιάδα. Αργότερα δε έστησε σε μνήμη του Ερμεία ανδριάντα στους Δελφούς, στην βάση του οποίου χάραξε το επίγραμμα:

Τόνδε ποτ' ουχ οσίως παραβάς μακάρων θεών θέμιν αγνήν
έκτεινε Περσών τοξοφόρων βασιλεύς,
ου φανερώς λόγχη φονίους εν αγώσι κρατήσας,
αλλ' ανδρός πίστει χρησάμενος.

Στην Μυτιλήνη ο Αριστοτέλης έμεινε για δυο χρόνια συγγράφοντας, ίσως και διδάσκοντας. Και πιθανώς μερικά από τα έργα του να είναι της εποχής εκείνης. Από εκεί αναχώρησε προσκληθείς από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο, σαν δάσκαλος του γιου του Αλέξανδρου, τότε δεκατριών ετών. Η επιστολή με την οποία προσκλήθηκε, αλλά ίσως όχι γνήσια, διασώζεται από τον Γέλλιο (ΙΧ, 3) και έχει ως εξής:

«Φίλιππος Αριστοτέλει χαίρειν. Ίσθι μοι γεγονόταν υιόν, πολλήν ουν τοις θεοίς χάριν έχω ουχ ούτως επί τη γενέσει του παιδός ως επί τω κατά την σην ηλικίαν αυτόν γεγονέναι. Ελπίζω γαρ αυτόν υπό σου τραφέντα και παιδευθέντα άξιον έσεσθαι και ημών και της των πραγμάτων διαδοχής».

Συνδυάζοντας τις παρεχόμενες από τους βιογράφους πληροφορίες μπορούμε να συμπεράνουμε ότι διδάσκαλος μεν και παιδαγωγός του Αλεξάνδρου, διετέλεσε για τρία χρόνια, κοντά του σαν δικός του άνθρωπος και σύμβουλός του έμεινε πέντε ακόμα χρόνια, μέχρις ότου δηλαδή ο Αλέξανδρος εκστράτευσε (335 π.Χ.) κατά της Ασίας. 

Το διδακτήριο του Αριστοτέλους στην μακεδονική Μίεζα



Κατά την διαμονή του στην μακεδονική αυλή, συνέγραψε μερικά από τα έργα του, πιθανώς ιδικά για τον μαθητή του μεταξύ δε αυτών είναι και το χαμένο έργο "περί βασιλείας" και το αμφισβητούμενο "ρητορική εις Αλέξανδρον". Τότε δε και επιμελήθηκε την αντιγραφή της Ιλιάδας επίσης χάριν του Αλέξανδρου. Το αντίγραφο εκείνο πήρε μαζί του στην εκστρατεία ο Αλέξανδρος, βρίσκοντας δε μεταξύ των λαφύρων πολύτιμο νάρθηκα (πολυτελές κιβώτιο) το φύλασσε από τότε σε αυτό, και έτσι η έκδοση εκείνη από τον Αριστοτέλη του Ομήρου, κατά την αρχαιότητα, ονομάσθηκε "εκ του νάρθηκος" (Πλουτάρχου Αλέξ. 8).



Μετά την αναχώρηση από την Μακεδονία του Αλέξανδρου, ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ δε συζώντας με κάποια Σταγιρίτισσα, ονομαζόμενη Ερπυλλίδα, την οποία κατόπιν κάποιοι αναφέρουν σαν σύζυγό του, απέκτησε έναν γιο τον Νικόμαχο, για τον οποίο έγραψε και προς τον οποίο απηύθυνε το έργο του «Ηθικά Νικομάχεια'.



Τότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ίδρυσε σχολή ρητορικής, δηλαδή ανώτερης μορφώσεως, αντίπαλο της περίφημης τότε σχολής του Ισοκράτους, αλλά και της Ακαδημίας, δηλαδή της πλατωνικής σχολής, την οποία διηύθυνε, όπως λέγεται, ο Σπεύσιππος. Δημιούργησε τη σχολή του στο Λύκειο, ευρύχωρη δενδρόφυτη δημόσια έκταση αφιερωμένη στον Λύκειο Απόλλωνα, που εκτεινόταν κάτω από τον Λυκαβηττό, δηλαδή σε μέρος της πόλης διαμετρικά αντίθετο στην Ακαδημεία. Και ένεκα της πολυμάθειας και της ικανότητάς του στην διδασκαλία, η νέα σχολή γρήγορα ευδοκίμησε και ξεχώρισε. Ονομάσθηκε δε "περιπατητική" από την συνήθεια που είχε ο Αριστοτέλης να διδάσκει, περπατώντας.


Τα μαθήματα στην σχολή γίνονταν σε δυο παραδόσεις, το πρωί και το απόγευμα και από αυτό ονομάστηκαν "εωθινός και δειλινός περίπατος".

Κατά μεν τον εωθινόν δίδασκε τους αρχαιότερους και σημαντικότερους μαθητές τις βαθύτερες επιστημονικές γνώσεις και την δική του συστηματική φιλοσοφία, αναπτύσσοντας και ελέγχοντας, όπως μπορούμε να καταλάβουμε από τα συγγράμματά του και τις θεωρίες και δοξασίες άλλων διάσημων προγενεστέρων και συγχρόνων του φιλοσόφων. 

Κατά δε τον δειλινόν δίδασκε τους αρχαρίους μαθητές και άλλους ακροατές στοιχειώδη μαθήματα ρητορικής, φιλοσοφίας, γραμματολογίας και άλλα μάλλον κάπως σαν διάλεξη. 

Έτσι τα μεν πρωινά μαθήματα ονομάσθηκαν "ακροαματικοί λόγοι", τα δε απογευματινά "εγκύκλιοι" ή "εν κοινώ" ή "εξωτερικοί λόγοι".


Μολονότι αργότερα λέχθηκε ότι ήταν οι ακροαματικοί λόγοι κάποια ιδιαίτερη και απόκρυφη διδασκαλία, ώστε να υπάρξει φήμη ότι υπήρξε και μυστική αριστοτελική φιλοσοφία, όμως από την μελέτη των αριστοτελικών έργων και από τον ενιαίο σαφή και καθορισμένο τρόπο θεωρίας σε αυτά, συνάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι μία και μόνη υπήρξε η αριστοτελική φιλοσοφία και μία επίσης η επιστημονική σκέψη, όπως μας παρουσιάζονται σήμερα.

Η μεγάλη και μοναδική ευρυμάθεια του Αριστοτέλη, ο οποίος, αν και εξακολούθησε μέχρι τέλους της ζωής του τις μελέτες, τις έρευνες, τα πειράματα, τις κάθε είδους φυσικές συλλογές του και ταξινομήσεις, είχε όμως ήδη αποθησαυρίσει, όταν ίδρυσε την σχολή του, το μεγαλύτερο μέρος των θεωρητικών και πρακτικών του γνώσεων και εκτός αυτών, η σαφής και ευάρεστη, αν και από τους εχθρούς του αναφέρεται σαν τραυλός, ρητορική δεινότητά του, έφερε και άλλους πολλούς Αθηναίους όπως και από άλλα μέρη ακροατές στο Λύκειο. Γιατί εκτός της μεγάλης, όπως λέγεται, σοφίας του, όση είχε αποκτήσει από την πρώτη επίσκεψή του στην Αθήνα, φαίνεται ότι και κατά τους χρόνους της διαμονής του στην Μικρά Ασία και στην Μυτιλήνη, μακρά από τον σοφιστικό συρμό και βρισκόμενος σε ησυχία και γαλήνη, μεγάλωσε τις γνώσεις του με ακριβή μάθηση αυτών που και παλιότερα και κατά την εποχή του δίδασκαν οι φιλόσοφοι της Ιωνικής Σχολής, οι κυρίως περί τα φυσικά ασχολούμενοι και πάνω στη βάση αυτών και από αυτά κάθε ένας ανέπτυσσε την δική του φιλοσοφία.



Κατόπιν, κατά το διάστημα που εκπαίδευε τον Αλέξανδρο στην μακεδονική αυλή, είχε άνεση να συστηματοποιήσει μεν τις άπειρες γνώσεις του κατά τρόπο διδακτικό, καθώς και τα ηθικά και πολιτικά πορίσματα που συνεπάγονταν, να αυξήσει δε σε μεγάλο βαθμό και με δικά του πειράματα και παρατηρήσεις τις γνώσεις του καιρού του για την φυσική και την φυσιολογία. Γιατί του παρέχονταν άφθονα μέσα από τους βασιλείς της Μακεδονίας, και τότε και κατόπιν, όταν κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία μισθοδοτούνταν χιλιάδες ανδρών από τον βασιλιά για να συλλέγουν και να αποστέλλουν στον Αριστοτέλη όλα τα ζώα, τα φυτά και τα περίεργα εν γένει πράγματα της ασιατικής χώρας, όπως αναφέρει ο Πλίνιος.

 Αν δε πιστέψουμε τον Αθήναιο, για τον καταρτισμό των επιστημονικών συλλογών και της βιβλιοθήκης του Αριστοτέλη χορήγησε ο Αλέξανδρος επτακόσια τάλανα δηλαδή τέσσερα και πλέον εκατομμύρια χρυσών φράγκων. Έτσι δημιούργησε την 'περί ζώων ιστορίαν' και τα άλλα έργα πάνω σε φυσικές επιστήμες, θαυμαστά μέχρι σήμερα για την μέθοδο και όχι σπάνια εκπληκτικά για την ακρίβεια, τα οποία συνέγραψε κατά την δεύτερη διαμονή του στην Αθήνα και μετά την σύσταση της δικής του Περιπατητικής Σχολής.



Ήταν δε ο Αριστοτέλης την εποχή κατά την οποία ίδρυσε την σχολή του ηλικίας πενήντα και πλέον ετών. Ώστε εύλογα να μπορεί κανείς να υποθέσει, ότι τις μεν θεωρητικές γνώσεις του είχε μέχρι τότε συμπληρώσει, την δε ταξινόμηση της από αυτόν συναχθείσης ποικίλης θεωρητικής και πρακτικής ύλης και την συνέχιση των πειραμάτων του και των παρατηρήσεων και την διαρρύθμιση των περισσότερων και σημαντικότερων έργων του εξακολούθησε έκτοτε και μέχρι το τέλος της ζωής του. Βοήθησε δε πολύ στην ταξινόμηση και στην κατασκευή η καθημερινή και συστηματική διδασκαλία και όχι λίγο συνετέλεσε η υπό την επίβλεψη και τις οδηγίες του και κατά αρχικό δικό του σχέδιο συνεργασία των μαθητών του.



Γι' αυτό δε και στα σωζόμενα συγγράμματα του Αριστοτέλη, από τα οποία ίσως μερικά γράφτηκαν από τους μαθητές του, όπως αυτός υπαγόρευε και οδηγούσε, καταφαίνεται μεγάλη φροντίδα και ικανότητα σε συστηματικοποίηση και σαφήνεια, λίγη δε επιμέλεια ύφους και πλαστικής απεικόνισης. Ώστε και κατά την ύλη και κατά την μορφή να θυμίζουν τύπο Εγκυκλοπαιδείας η οποία περιλαμβάνει το σύνολο σχεδόν των τότε γνώσεων, αλλά υπό μορφή και κατά σύστημα και σύμφωνα προς την φιλοσοφία ενός μόνου συγγραφέως. 

Τόσο δε είναι το πλήθος των γνώσεων, όσες τα αριστοτελικά συγγράμματα περιέλαβαν και τόσες πρόδηλα είναι οι νέες παρατηρήσεις και οι νέες θεωρίες, όσες σε κάθε ένα θέμα ο φυσιοδίφης και φιλόσοφος συγγραφέας δικές του προσέθεσε και τόση είναι η δύναμη της διευκρινίσεως και της συστηματοποιήσεως ώστε δίκαια λέχθηκε από Γερμανού σοφού ότι άλλος Αριστοτέλης ούτε γεννήθηκε, ούτε θα γεννηθεί, αλλά ούτε είναι ανάγκη να γεννηθεί.



Από τα συγγράμματα του Αριστοτέλη λίγα, μόνο το ένα τρίτο, διασώθηκαν. Και αυτό το συμπεραίνουμε από πολλούς αρχαίους συγγραφείς, που αναφέρονται στα αριστοτελικά έργα άγνωστα σε μας, μάλιστα δε από τον κατάλογο του Διογένη Λαέρτιου και από τους καταλόγους του Μεναγίου και του Άραβα Εζ Καζίρ. 

Πιθανότερο όμως είναι ότι η απώλεια αριστοτελικών έργων δεν είναι τόσο μεγάλη και ότι έχουμε ακόμη και τώρα το κυριότερο και σημαντικότερο μέρος των έργων του. Και χάθηκαν μεν βεβαίως μερικά, αλλά ποια ήταν ακριβώς τα συγγράμματα αυτά και ποιοι οι τίτλοι τους δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς, γιατί στην παράθεση αυτών από τους αρχαίους και στις μεταγενέστερες απαριθμήσεις επικρατεί ασάφεια και αοριστία. Αλλά όμως η σημαντικότερη των απωλειών μπορεί να θεωρηθεί η απώλεια της "Συναγωγής Πολιτειών", ενός πολύ ογκώδους έργου.



Τα έργα του Αριστοτέλη από τους αρχαίους ήδη χρόνους κατατάχθηκαν συστηματικά και κατά διαφόρους τρόπους. Έτσι χωρίσθηκαν σε "υπομνητικά", δηλαδή αποτελούμενα από σημειώσεις, και "συνταγματικά" δηλαδή αποτελούμενα από πλήρεις πραγματείες, από άλλης δε απόψεως σε "εσωτερικά" δηλαδή που περιέχουν τις υψηλές διδασκαλίες του Αριστοτέλη, και "εξωτερικά ή εν κοινώ", δηλαδή προπαιδευτικά.





Και ο ίδιος ο Αριστοτέλης επιτυχώς διαχώρισε τα φιλοσοφικά μόνο έργα του, τα ονομασθέντα από αυτόν "λόγοι", σε "οργανικούς λόγους" ή "λογικούς", σε "θεωρητικούς" και σε "πρακτικούς".




Από τις νεώτερες κατατάξεις επικράτησε αυτή της πρώτης Αλδείου εκδόσεως, η οποία χωρίζει τα σωζόμενα έργα σε:


1) Λογική, η οποία περιλαμβάνει τα έργα: Κατηγορίαι, Περί ερμηνείας, Αναλυτικά πρότερα, Αναλυτικά ύστερα, Τυπικά και Περί σοφιστικών ελέγχων. Η σειρά αυτή ονομάσθηκε από τους νεώτερους «ΟΡΓΑΝΟΝ».

2) Φυσικά, κατά την αρχαία έννοια του όρου, που περιλαμβάνουν τις πραγματείες: Φυσικής ακροάσεως βιβλία οκτώ, Περί ουρανού, Περί γενέσεως και φθοράς, Μετεωρολογικά, Περί ψυχής, Περί αισθήσεως και αισθητών, Περί μνήμης και αναμνήσεων, Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος, Περί νεότητος και γήρατος, Περί ύπνου και εγρηγόρσεως, Περί μαντικής εν τοις ύπνοις, Περί ζωής και θανάτου, Περί αναπνοής, Περί ζώων ιστορίας, Περί ζώων γενέσεως, Περί ζώων κινήσεως, Περί ζώων μορίων, Περί ζώων πορείας, Περί ζώων χρωμάτων, Περί ακουστών, Φυσιογνωμικά, Περί φυτών (το οποίο διασώθηκε στην λατινική και αραβική μετάφραση), Περί θαυμασίων ακουσμάτων, Μηχανικά προβλήματα και Περί Ατόμων γραμμών.

3) Τα μετά τα φυσικά, περιλαμβάνοντας δεκατέσσερα βιβλία και τις διατριβές Περί Μελίσσου, Περί Ξενοφάνους και Περί Γοργίου.

4) Τα πρακτικά, τα οποία περιλαμβάνουν τα Ηθικά Νικομάχεια, τα Μεγάλα Ηθικά και τα Ηθικά Ευδήμεια, τα Πολιτικά, την Αθηναίων Πολιτεία, την Ρητορική, την Ρητορική εις Αλέξανδρον (αμφισβητούμενη) και την Ποιητική, και

5) Τα αποσπάσματα (δηλαδή τα σωζόμενα παρενθετικά σε έργα αρχαίων συγγραφέων) Τις επιστολές (αμφισβητούμενες κατά το πλείστον) και τα ποιήματα επίσης κατά το πλείστον αμφισβητούμενα.

Οι τίτλοι αυτοί απλά χωρίς επεξηγήσεις παρατιθέμενοι μπορούν να δείξουν την ευρύτητα, την ποικιλία και το τεράστιο μέγεθος του αριστοτελείου έργου, το οποίο, όπως στην αρχή είπαμε, αποτέλεσε τον επιστημονικό και φιλοσοφικό κώδικα της πολιτισμένης ανθρωπότητας για δυο και πλέον χιλιάδες χρόνια, αποτελεί δε και τώρα ακόμη το πνευματικό έθιμο σχεδόν όλης της συνήθους επιστημονικής και φιλοσοφικής δημιουργίας.

Και ανάλυση μεν του φιλοσοφικού συστήματος του Αριστοτέλη και έκθεση της επιστημονικής του εργασίας, έστω και στοιχειωδώς επιχειρούμενες θα κατέληγαν αναγκαστικά σε μια ογκώδη πραγματεία. Αυτό μόνο μπορεί να λεχθεί συμπερασματικά και από μια μόνο άποψη, γενική και όχι συνολική, ότι ο Αριστοτέλης βάση της επιστήμης έθετε το πείραμα και την παρατήρηση, σαν σκοπό δε κάθε επιστήμης όριζε την γνώση των αιτίων των πραγμάτων και φαινομένων εκείνων, όσα υπόκεινται στην πείρα. Έτσι, όπως και ο ίδιος διευκρινίζει: "Η πείρα μεν μας παρέχει το γεγονός, η επιστήμη δε ζητά το αίτιον και διότι είναι πρώτο".

Από κάθε αφετηρία ξεκινώντας, ο Αριστοτέλης κρίνεται σαν αντίθετος της πλατωνικής φιλοσοφίας, ενώ ίσως βαθύτερη μελέτη του πλατωνικού και παράλληλα του αριστοτελικού έργου θα έδειχνε την αριστοτελική φιλοσοφία, αντίθετα με την γνώμη και την απόφανση του μεγάλου της ιδρυτή, ότι ασχολείται κυρίως με ένα μέρος των πλατωνικών αντιλήψεων και ακολουθεί μια από τις μεθόδους διανοητικής εξέλιξης και γνώσης του επιστητού, τις οποίες διετύπωσε η καταπληκτική αντιληπτική διάνοια του Πλάτωνα, η οποία διείδε σαν ορισμένο μεν και ωφέλιμο τον βαθμιαία πλατυνόμενο ορίζοντα των γνώσεων την ανθρώπινη δηλαδή συνθήκη και συμφωνία, αόριστο δε και ατέρμονα τον ορίζοντα της όλης ζωής, προς τον οποίο αναγκαστικά και από εσωτερική ορμή βλέπει ο ανθρώπινος νους και έτσι συμπερασματικά χάραξε τους επάλληλους και ομόκεντρους κύκλους της Επιστήμης και της Υπόθεσης.

Την φιλοσοφική του σχολή διηύθυνε ο Αριστοτέλης μέχρι το 323 π.Χ., οπότε, επειδή το αντιμακεδονικό κόμμα είχε ενισχυθεί λόγω του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου, κινδυνεύοντας σαν φίλος της μακεδονικής δυναστείας, αναγκάσθηκε να φύγει στην Χαλκίδα της Ευβοίας, όπου και πέθανε μετά ένα έτος από χρόνιο οικογενειακό του νόσημα του στομάχου.

Οι σπερμολογίες τις οποίες συγγραφείς της παρακμής και μερικοί εκκλησιαστικοί ανέφεραν για τον Αριστοτέλη, σαν άστοργο προς τον προστάτη του τον Ερμεία και σαν αγνώμονα προς τον Πλάτωνα και ότι επιβουλεύθηκε την ζωή του μαθητή και ευεργέτη του Αλέξανδρου, όπως και ο μύθος περί αυτοκτονίας του, αποδεικνύονται από αυτά τα ίδια τα πράγματα, δηλαδή από τα συγγράμματα του Αριστοτέλη και από τις αυθεντικές λεπτομέρειες της ζωής του, τελείως αστήρικτα μυθεύματα, ανάξια εκτενέστερης μνείας.

Μεταξύ των έργων του Αριστοτέλους εκείνων, όσα είτε συνετάχθησαν για την εξωτερική ή εν κοινώ διδασκαλία είτε εξ αυτής προέκυψαν, είναι και το φερόμενο υπό τον τίτλον "Συναγωγή Πολιτειών" ή απλώς "Πολιτείαι" (πολιτεύματα). Αυτό είχε χαθεί από πάρα πολύ παλιά, μόνο δε πριν από έναν περίπου αιώνα, βρέθηκε σχεδόν ολόκληρο το σπουδαιότερο ίσως τμήμα του το πραγματευόμενο το πολίτευμα των Αθηναίων.

Στο σύγγραμμά του περί πολιτειών, ο Αριστοτέλης περιέγραψε και ανέλυε κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο και τον Ησύχιο 158 πολιτεύματα αυτονόμων πόλεων και κρατών, κατά τον αραβικό κατάλογο τον λεγόμενο του Πτολεμαίο 161, κατά τον Αμμώνιον 240, κατά τον Μενάγιο 245 και κατ' άλλους τέλους 250 ή 255 πολιτεύματα, από τα οποία τα περισσότερα ήταν ελληνικά, μερικά δε βαρβαρικά. Πιθανόν δε φαίνεται ότι τα βαρβαρικά περιελαμβάνοντο όλα σε μια μόνη πραγματεία υπό τον τίτλο Νόμιμα βαρβαρικά, πλην του πολιτεύματος των Καρχηδονίων, το οποίο αποτελούσε ιδιαίτερο βιβλίο.


Την τόση έκταση της Συναγωγής Πολιτειών μαρτυρεί και ο Κικέρων, παρέχοντας σχόλια για την ύλη της στο σύνολο της συγγραφής.

Και προκειμένου μεν περί του αριθμού των βιβλίων των αποτελούντων την συγγραφή το πιθανότερο είναι, ότι η διαφορά προέρχεται από το ότι οι μεν όσοι αναφέρουν τον μικρότερο αριθμό υπολογίζουν τα βαρβαρικά νόμιμα σαν ένα βιβλίο, οι δε όσοι αναφέρουν τον μεγαλύτερο (250-255) υπολογίζουν και συναριθμούν ένα έκαστο των κεφαλαίων τούτου σαν ένα ξεχωριστό βιβλίο.

Ο συνολικός αριθμός των πολιτειών του Αριστοτέλη όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα, όσα σε διάφορους συγγραφείς διασώθηκαν είναι 99. Στα 51 από αυτά τα αποσπάσματα το όνομα του Αριστοτέλη και ο τίτλος των Πολιτειών αναφέρονται ειδικά ως επί το πλείστον έτσι: «Αριστοτέλης εν τη ......ων πολιτεία». Σε άλλα 16 αναφέρεται ο Αριστοτέλης, αλλά όχι και το όνομα της πολιτείας. Και στα υπόλοιπα είναι πρόδηλα από το περιεχόμενο και του Αριστοτέλους το όνομα σαν συγγραφέας και το όνομα της πολιτείας.









Έτσι καταρτίσθηκε ο κατάλογος των πολιτειών του Αριστοτέλους:

Αθηναίων 

Κυρηναίων 

Αντανδρίων 

Επιδαμνίων 


Αιγινητών 

Λακεδαιμονίων 

Αδραμυτηνών 

Ερετριέων 


Αιτωλών 

Λευκαδίων 

Επιδαυρίων 

Ερυθραίων 


Ακαρνάνων 

Λοκρών 

Θηβαίων 

Εστιαίων 


Ακαγαντίνων 

Λυκίων 

Ιασέων 

Ζαγκλαίων 


Αμβρακιωτών 

Μασσαλιωτών 

Κρητών 

Ηραιέων 


Αργείων 

Μεγαρέων 

Κροτωνιατών 

Ηρακλεωτών 


Αρκάδων 

Μεθωναίων 

Κυθηρίων 

Θηραίων 


Αχαιών 

Μηλιέων 

Μηλίων 

Ιστιαίων 


Βοττιαίων 

Ναξίων 

Μιλησίων 

Καρχηδονίων 


Γελώων 

Νεαπολιτών 

Ρηγίνων 

Καταναίων 


Δελφών 

Οπουντίων 

Ροδίων 

Κλαζομενίων 


Δηλίων 

Ορχομενίων 

Σολέων 

Κώων 


Ηλείων 

Παρίων 

Συβαριτών 

Λαρισαίων 


Ηπειρωτών 

Πελληναίων 

Τηνίων 

Λεοντίνων 


Θετταλών 

Σαμίων 

Χαλκηδονίων 

Μαγνήτων 


Ιθακησίων 

Σαμοθρακών 

(16) 

Μαντινέων 


Ιμεραίων 

Σικυωνίων 

Μολοσσών 


Κίων 

Σινωπαίων 

Αμφιπολιτών 

Μυτιληναίων 


Κερκυραίων 

Συρακοσίων 

Αντισσαίων 

Ροδίων 


Κιανών 

Ταραντίνων 

Απολλωνιστών 

Φαρσαλίων 


Κολοφωνίων 

Τεγεατών 

εν Πόντω 

Χαλκιδέων 


Κορινθίων 

Τενεδίων 

Αρυδηνών 

Χίων 


Κυθνίων 

Τροιζηνίων 

Αφυταίων 

Ωρειτών 


Κυμαίων 

Φωκαέων 

Βυζαντίων 


Κυπρίων 
(51) 


Για την προπαρασκευή του συγγράμματος, ο Αριστοτέλης θα χρησιμοποίησε βέβαια πολλούς συνεργάτες και μάλιστα τους επιδεξιώτερους από τους μαθητές του. Την συγγραφή του όμως μπορούμε να συμπεράνουμε ότι την έκανε ο ίδιος.

Πρώτη στο όλο έργο όπως έχουμε πει ήδη ήταν η "Αθηναίων Πολιτεία", σαν αυθεντική αλλά η οποία χάθηκε και πιο νωρίς από τα άλλα έργα. Γιατί και ο Φώτιος που την γνώρισε από κάποια επιτομή, και ο παλαιότερός του Ησύχιος δεν αναφέρουν κανένα ακριβές της απόσπασμα. Είναι δε περίεργο ότι συνέβη τόσο νωρίς η απώλειά της, γιατί βέβαια υπήρχαν πολλά αντίγραφά της, και της αποδιδόταν πολύ μεγάλη σημασία καθόσον είχε γραφεί από ίδια και προσωπική αντίληψη του Αριστοτέλη, ο οποίος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έμεινε στην Αθήνα. Από το έργο του αυτό πολλοί από τους επόμενους συγγραφείς δανείζονταν πληροφορίες, κρίσεις και περικοπές. 

Ο Κικέρων είχε το έργο αυτό στην βιβλιοθήκη του, ο Πλούταρχος από αυτό ιδίως άντλησε τον βίο του Σόλωνα και με αυτό διευκρίνισε πολλά στους βίους του Θησέα, του Περικλή και του Νικίου. Ο Αρποκρατίων δε τέλος και άλλοι λεξικογράφοι από αυτό το έργο πήραν σαφείς πληροφορίες για τους Αθηναϊκούς θεσμούς. Αυτή την χρησιμοποίηση του έργου από πολλούς συγγραφείς, αναφέρει και ο Th. Reinach σαν αιτία της απώλειάς του, ισχυριζόμενος ότι οι Βυζαντινοί αντιγραφείς θεωρούσαν ανωφελές να επιχειρούν την αντιγραφή έργου το οποίο ολόκληρο σχεδόν, κατά την αντίληψή τους, περιλαμβανόταν αποσπασματικά σε άλλα συγγράμματα.



Οπωσδήποτε βέβαιο είναι ότι ήδη από την εποχή της Αναγεννήσεως η Αθηναίων Πολιτεία θεωρείτο απωλεσθείσα οριστικά, και από τότε μόνο τα συλλεγέντα από πολλές μεριές αυθεντικά ή αλλοιωμένα αποσπάσματα, 90 περίπου, και η δισέλιδη περίληψη των περιεχομένων της, η γνωστή με τον τίτλο «εκ των Ηρακλειδών περί πολιτείας Αθηναίων», έδιναν κάποια ιδέα αυτής και της όλης πραγματείας των πολιτευμάτων από τον Αριστοτέλη.



Το 1885 όμως σε φθαρμένο πάπυρο της βιβλιοθήκης του Βερολίνου ανέγνωσαν αποσπάσματα ιστορικής ύλης, τα οποία αναγνωρίσθηκαν ότι ανήκαν στην Αριστοτελική Αθηναίων Πολιτεία. Επειδή δε ο πάπυρος προερχόταν από την Αίγυπτο, όπου είχαν ήδη βρεθεί οι λόγοι του ρήτορα Υπερείδη και το Παρθένιον του ποιητού Αλκμάνος, γεννήθηκε η ελπίδα ότι εκεί θα βρισκόταν και η Αθηναίων Πολιτεία, καθώς μάλιστα σε κάποιον κατάλογο Αιγυπτιακής βιβλιοθήκης ο οποίος βρισκόταν στην Πετρούπολη βεβαιωνόταν πως το έργο βρισκόταν στην Αίγυπτο κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα.

Και η ελπίδα πραγματοποιήθηκε μετά από λίγο καιρό. Το 1891 αναγγέλθηκε στο Λονδίνο ότι μεταξύ δέσμης παπύρων, άγνωστο πως και πότε εισαχθέντων στο Βρετανικό Μουσείο, ανευρέθη η Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη. Μετά από λίγες εβδομάδες εκδόθηκε από τον Kenyon κατά πρώτη φορά.
Από την αρχή το κείμενο, σύμφωνα άλλωστε και με τα σωζόμενα αποσπάσματα, αναγνωρίσθηκε σαν αυθεντικό, διαπιστώθηκε μάλιστα και η μεγάλη αρχαιότητα του αντιγράφου, που αναγόταν στον 1ο μ.Χ. αιώνα.

Αν και ο γραφικός χαρακτήρας στο σύνολό του είναι κανονικός και επιμελημένος, η ανάγνωση όμως παρουσίασε δυσχέρειες εξ αιτίας της συνεχόμενης γραφής όλων των λέξεων, της μη στίξεως, της συντμήσεως των τελικών συλλαβών των λέξεων και της φθοράς σε πολλά σημεία του παπύρου. Ώστε πράγματι ήταν πολύ μεγάλο κατόρθωμα η πρώτη ανάγνωση από τον Άγγλο φιλόλογο Κένυον. Αν και τα σχετικά λίγα λάθη της πρώτης έκδοσης διορθώθηκαν έπειτα, σίγουρα απομένουν και άλλα, ουσιωδέστερα, λάθη οφειλόμενα στους παλαιούς αντιγραφείς.

 Και από αυτήν την άποψη, ο πάπυρος της Αθηναίων Πολιτείας μας παρέχει σημαντικότατα ωφελήματα, γιατί μας δίνει να καταλάβουμε το πλήθος των παραφθορών και αλλοιώσεων οι οποίες έγιναν στα αρχαία κείμενα από τους αντιγραφείς. Λέξεις αλλοιωμένες, φράσεις μετατοπισμένες, κακή ανάγνωση του αντιγραφόμενου, παραλείψεις, φράσεις αυθαίρετα εξηγητικές, που αντικαθιστούν μερικές φορές το αρχικό κείμενο ή παρεμβάλλονται δίπλα στις γνήσιες, αλλοιώνουν σε πολλά μέρη το κείμενο. Μεγαλύτερη ακόμη αλλοίωση, όπως απέδειξε η κριτική μελέτη του κειμένου, προήλθε από την παρεμβολή περικοπών άλλου προγενεστέρου αλλά ασημαντότερου συγγράμματος πάνω στο ίδιο θέμα παρεμβολή που έγινε μεθοδικά μεν σύμφωνα με τις χρονολογίες, αλλά αντιφάσκει συχνά με το κείμενο. Αφού αυτές οι παρεμβαλλόμενες φράσεις αφαιρεθούν, τότε φαίνεται το γνωστό ύφος του Αριστοτέλη, η λιτότητα και η ακρίβεια της φράσης και η ξηρή διατύπωση αυτού που σκοπεύει να πει, χωρίς πλεονασμούς και χωρίς ελλείψεις.



Από αυτό το ίδιο το σύγγραμμα μπορεί να ορισθεί η εποχή της συγγραφής του. Γιατί ο τελευταίος αναφερόμενος σε αυτό άρχοντας είναι ο Κηφισοφών (§ 54), επώνυμος του έτους 329 328 π.Χ. και δεν γίνεται κανένας λόγος για σημαντικές μεταβολές στο Αθηναϊκό πολίτευμα από αυτές που επέφερε ο Αντίπατρος το 322 π.Χ., δηλαδή ακριβώς το έτος του θανάτου του Αριστοτέλη. Ώστε είναι σίγουρο ότι η συγγραφή έγινε μεταξύ του 328 και του 322 π.Χ. 



Το σύγγραμμα διαιρείται σε ιστορικό και σε περιγραφικό μέρος. Το ιστορικό μέρος όπως βρέθηκε στον πάπυρο, είναι ελλιπές στην αρχή του, γιατί δεν υπάρχει η ιστορία των Αθηνών μέχρι την συνωμοσία του Κύλωνα. Το δε περιγραφικό απομένει ατελές, γιατί λόγω φθοράς του παπύρου λείπει η περιγραφή του οργανισμού και των δικονομικών τύπων των αθηναϊκών δικαστηρίων. Και η απώλεια μεν της αρχής του έργου δεν είναι μεγάλη, γιατί και από αλλού μπορούμε να την συμπληρώσουμε σχεδόν από αυτό το ίδιο το αριστοτελικό κείμενο και οι ιστορικές πηγές από τις οποίες χρησιμοποίησε κομμάτια ο Αριστοτέλης, όσα αφορούν την γένεση και τις αρχές της αθηναϊκής πολιτείας, διασώθηκαν σχεδόν όλες μέχρι εμάς. Η έλλειψη όμως του τέλους αποβαίνει σημαντική, ιδίως για τους μελετητές του αττικού δικαίου.

Το πρώτο μέρος του έργου, το καθαρά ιστορικό, ακολουθεί αυστηρή χρονολογική σειρά, συντομότατη δε ή καμία μνεία γίνεται για τους άνδρες, έστω και επιφανείς, όσοι δεν συνετέλεσαν σε πολιτειακές ή διοικητικές μεταβολές. Έτσι πουθενά δεν αναφέρεται ο Αλκιβιάδης, ενώ απεναντίας αναφέρονται εκτενώς τα όσα έγιναν επί Σόλωνος, Κλεισθένη, τα της διοίκησης και πτώσης των Πεισιστρατιδών, το μετά την καταστροφή στην Σικελία ολιγαρχικό κίνημα, η άλωση των Αθηνών από τον Λύσανδρο, και τέλος η αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος το 403 π.Χ. 

Σταματά δε ο Αριστοτέλης στο σημείο αυτό, γιατί την θριαμβευτική επάνοδο του δήμου στην εξουσία με τον Θρασύβουλο την κρίνει ως την ενδεκάτη και τελευταία μεταβολή της πολιτειακής ιστορίας των Αθηναίων. Είναι αλήθεια ότι καθ' όλον τον 4ο π.Χ. αιώνα η αθηναϊκή πολιτεία εκτός από μερικές τροποποιήσεις στις λεπτομέρειες δεν υπέστη καμία ριζική μεταβολή.

Το δεύτερο μέρος του έργου ελάχιστα αναφέρεται σε ιστορικές πηγές, γιατί ο Αριστοτέλης σε αυτό περιγράφει το σύγχρονό του πολιτειακό σύστημα, αντιλαμβανόμενος και πληροφορούμενος αυτός ο ίδιος τα πράγματα. Και ενώ στο πρώτο μέρος, την ιστορική δηλαδή εξέλιξη της Αθηναίων πολιτείας, διακρίνεται δυνατή κριτική, ρέει δε ομαλά και καθαρά η διήγηση, στο δεύτερο μέρος, το περιγραφικό και αναλυτικό, επικρατεί τρομερή μεθοδικότητα και ο θαυμάσιος διασαφητικός τρόπος της αριστοτελικής διάνοιας. Συνολικά στο έργο αυτό ο Αριστοτέλης αποδεικνύεται βαθύτατος κριτικός και στην χρήση των ιστορικών κειμένων και στην εκλογή αυτών και στην εκτίμηση της σημασίας των γεγονότων.



Παρά τα πλεονεκτήματα αυτά ο Αριστοτέλης δεν μπορεί να θεωρηθεί το πρότυπο ιστορικού συγγραφέως όχι μόνο κατά την σημερινή αντίληψη της ιστορίας, αλλά ούτε παραβαλλόμενος προς τους επιφανείς αρχαίους ιστορικούς συγγραφείς. Γιατί την ιστορική του αφήγηση δεν την ολοκληρώνει το βαθύ εκείνο και ιδιότυπο κριτικό ύφος του Θουκυδίδη, το οποίο καθιστά το σύγγραμμα του Πελοποννησιακού πολέμου ένα σύνολο άρτιο και αδιάσπαστο, ούτε εμψυχώνει αυτή η υψηλότερη και γενική κοσμοπολίτικη αντίληψη των γεγονότων, που διαπνέει και διακρίνει την ιστορία του Πολύβιου.

Επίσης αν και ασχολείται με αρκετές λεπτομέρειες ο Αριστοτέλης, δεν είναι πάντα και σε αυτές αλάθητος χρονογράφος. Αυτό θα πρέπει να αποδοθεί στο εσπευσμένο της συγγραφής και στην μη εκ των υστέρων αναθεώρηση και εξέταση του έργου μάλλον, παρά σε άγνοια ιστορικών πηγών και αυθεντικών κειμένων. Έτσι ιστορεί τον Κίμωνα νέον κατά την εποχή της εξασθένισης των εξουσιών του Αρείου Πάγου, ενώ τότε, δηλαδή μετά τον θάνατο του δημαγωγού Εφιάλτη, εκείνος ήταν τουλάχιστον 40 ετών. Ομοίως για τις περί ειρήνης προτάσεις των Λακεδαιμονίων ορίζει ότι έγιναν μετά την ναυμαχία στις Αργινούσες ενώ έγιναν μετά την ναυμαχία στην Κύζικο.

Αλλά και από διευκρινιστικής άποψης και καθορισμού των συμβάντων παρουσιάζει μερικές ανακρίβειες. Έτσι εξηγεί λάθος την σεισάχθεια που έγινε επί Σόλωνος, συγχέοντας τα επιβεβλημένα βάρη επί των ακινήτων κτημάτων με τα ενυπόθηκα επ' αυτών ιδιωτικά δάνεια. Επίσης βεβαιώνει εσφαλμένα ότι όλοι οι κατά το έτος της ναυμαχίας των Αργινουσών Αθηναίοι στρατηγοί καταδικάσθηκαν σε θάνατο και άλλα παρόμοια. 
Αλλά αυτές οι ανακρίβειες, ελάχιστες στον αριθμό και σχετικά ασήμαντες, δεν ελαττώνουν την αυθεντικότητα και την ακρίβεια του όλου κειμένου της Αθηναίων Πολιτείας.

Άλλα διακριτικά χαρίσματα αυτού του Αριστοτέλειου έργου είναι η απ' αρχής μέχρι τέλους υπάρχουσα καλή πίστη του συγγραφέως και το διαυγές, λιτό και αβίαστο αφηγηματικό ύφος, για το οποίο με ενθουσιασμό μίλησαν κατά την αρχαιότητα από τον Κικέρωνα ο οποίος ονόμασε τον αριστοτέλειο λόγο σαν "ποταμό χρυσού", μέχρι του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως, ο οποίος θαυμάζει την διαύγεια και το θέλγητρο των αριστοτελικών σαφηνίσεων, και μέχρι του Πλουτάρχου, ο οποίος εξαίρει την δύναμη και την χάρη του ύφους του. Έτσι δε όχι μόνο από ιστορικής αλλά και από φιλολογικής απόψεως η Αθηναίων Πολιτεία είναι ένα από τα πολυτιμότερα κειμήλια, που κληροδοτήθηκαν σε μας από την ελληνική αρχαιότητα όταν βρισκόταν στην ακμή της.

Η αρχή της Αθηναίων πολιτείας έχει χαθεί αλλά υπάρχουν μερικά αποσπάσματα είτε αυτολεξεί είτε περιγραφικά σε μεταγενέστερους συγγραφείς, όπως στον Ηρακλείδη, στον λεξικογράφο Αρποκρατίωνα, στον Πλούταρχο, στον ανώνυμο του Πατμιακού λεξικού, σε ένα από τους σχολιαστές του Πλάτωνα και σε έναν από τους σχολιαστές του Ευριπίδη. Και δεν αποκαθίσταται μεν από αυτά τα αποσπάσματα αλλά με τον συνδυασμό τους σύμφωνα με όσα ιστορεί ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, από τους οποίους ο Αριστοτέλης πήρε στοιχεία, και ο Πλούταρχος, ο οποίος πήρε στοιχεία από τον Αριστοτέλη, καταρτίζεται μια πιθανή περίληψη των περιεχομένων του. Για τον λόγο αυτό πρώτα παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα δηλώνοντας τις πηγές τους και μετά θα μπούμε στο κείμενο του παπύρου.


πηγή: Αρχαιογνώμων