Η νύχτα σκόρπιζε τη γαλήνη της, πάνω στην πόλη των Αθηνών. Μόνο ο νεαρός Διοκλής αγρυπνούσε. Πλανιόταν ανήσυχος στους κήπους του Ακάδημου, στάθηκε μπρος στο άγαλμα της Παλλάδος Αθηνάς, και ψιθύρισε: "Δέσποινά μου, γνώρισε μου, την ύπατη Αλήθεια, την αλήθεια των αληθειών, την ψυχή κάθε πράγματος για να προσφέρω σ’ αυτήν θυσία την Ζωή μου"...
- "Δέχομαι", είπε ο Διοκλής.
- "Όμως δεν θα την δεις αμέσως. Κάθε τόσο, μια νύχτα σαν την σημερινή θα σε φέρνω κοντά της. Σε κάθε εμφάνιση της, θ’ αφαιρείς έναν πέπλο της και θα το ρίχνεις πίσω σου".
Έτσι κι’ έγινε... Μια νύχτα, πήρε η θεά της σοφίας τον Διοκλή και πέταξε πάνω σ’ ένα άγνωστο βουνό, που άγγιζε τον ουρανό. Στην κορυφή του διέκρινε ο Διοκλής μια μορφή σκεπασμένη, με τόσο πολλούς και πυκνούς πέπλους ώστε δεν διακρινόταν καθόλου. Μόνο μια αλλόκοτη και μυστηριώδης λάμψη ακτινοβολούσε ελαφρά γύρω της.
- "Να η Αλήθεια", είπε η Αθηνά. "Βλέπεις ότι οι ακτίνες της χύνουν φως και μέσα απ’ τους πέπλους της. Την ασθενή αυτή λάμψη της, ατενίζουν στη γη τα μάτια των σοφών"...
Με την προτροπή της Θεάς, ο Διοκλής τράβηξε ένα πέπλο και τον έριξε πίσω του. Περισσότερο φως ακτινοβόλησε στα μάτια του. Κι’ άλλη μια τέτοια νύχτα, άλλος πέπλος ξέφυγε απ’ τα χέρια του, ενώ η αλήθεια φωτίστηκε λαμπρότερη μπροστά του. Κι’ άλλες φορές, άλλους πέπλους, ατενίζοντας την Αλήθεια, τράβηξε απ’ το σώμα της.
Ο Διοκλής γερνούσε και γινότανε όλο και σοφότερος. Τον θαύμαζαν οι συμπολίτες του. Του πρότειναν να γίνει στρατηγός τους να τους προστατεύει απ’ τους εχθρούς τους. Δεν δέχθηκε και είπε:
"Ο ΠΙΟ ΕΠΙΜΟΜΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΣΑΣ, ΕΙΝΑΙ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΣΑΣ,
Ο ΕΓΩΙΣΜΟΣ ΜΑΣ ΚΙ ΟΙ ΠΛΑΝΕΣ ΜΑΣ" !
Ήρθε, τέλος, η νύχτα που η Θεά τον πήρε για τελευταία φορά στο βουνό και τον απόθεσε αντίκρυ στην Αλήθεια.
- "Κοίταξε", του είπε, "οι πέπλοι που πετούσες πίσω σου, ήταν οι πόθοι κι οι ελπίδες σου που φεύγανε"...
Πλησίασε ο Διοκλής την ακτινοβόλα μορφή. Η λάμψη της, έκανε να τρέμουν τα βλέφαρα του. Με τα γεροντικά του χέρια, τράβηξε τον τελευταίο πέπλο. Σαν από κεραυνό κτυπήθηκαν τα μάτια του γέροντα.
- "Αθηνά, Αθηνά... Τίποτα δεν είναι, κάτω απ’ τον πέπλο και δεν βλέπω πια" !
- Κι η Θεά απάντησε: "Η λάμψη της, σου τύφλωσε τα μάτια και η τελευταία πλάνη σου, ότι θνητός άνθρωπος μπορεί ν’ ατενίσει την αλήθεια γυμνή, πέταξε μακριά".
- "Δέσποινα, αφού πια δεν θα μπορέσω να ατενίσω την υπέρτατη αλήθεια, στείλε μου τουλάχιστον τον ελευθερωτή θάνατο".
Τον σπλαχνίστηκε η Θεά και του είπε με γλυκύτητα: " Σου τον στέλνω Διοκλή και μαζί του, σου στέλνω μια τελευταία ελπίδα. Όταν, ο θάνατος σου φέρει την γαλήνη, θα μπορέσεις να ατενίσεις τη λάμψη εκείνη, που τύφλωσε τα μάτια σου όταν ζούσες". . .