15 Ιανουαρίου 2015

Οι Άνεμοι, στην Ελληνική Σκέψη.




Οι Άνεμοι, θεοί κι αυτοί, τους τιμούν στην Αρχαία Ελλάδα με θυσίες και προσφορές, καθώς πολλές εκδηλώσεις της ζωής τους εξαρτώνται από τη βοήθεια τους.

Ισχυρές οι πνοές των ανέμων στην Ησιόδεια Θεογονία. 
Στο έπος αυτό, όπου καταγράφεται η γένεση των θεών και η δημιουργία από αυτούς του κόσμου, οι φυσικές δυνάμεις, όπως οι άνεμοι, δεν είναι παρά προσωποποιημένες θεότητες, γόνοι θεών, που γεννούν κι αυτοί με τη σειρά τους άλλα δαιμονικά όντα. 


Άνεμοι














Αρχαίο κέιμενο:
Ἀστραίῳ δ' Ἠὼς ἀνέμους τέκε καρτεροθύμους,                                                     378
ἀργεστὴν Ζέφυρον Βορέην τ' αἰψηροκέλευθον
καὶ Νότον, ἐν φιλότητι θεὰ θεῷ εὐνηθεῖσα.  



Απόδοση :
Και η Ηώ με τον Αστραίο, γέννησε τους ανέμους τους σκληρόκαρδους,               378
τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά, τον γρηγοροκίνητο Βοριά 
και τον Νότο, αφού θεά πλάγιασε ερωτικά με θεό.       










Ο Αίολος

Ο Αίολος, στην ελληνική μυθολογία, ήταν ο διορισμένος από τον Δία ταμίας των ανέμων
Οι Έλληνες θεωρούσαν τον Αίολο ταμία των ανέμων, όχι θεό τους. Γι' αυτό δεν είχε ιερά, ούτε γίνονταν θυσίες προς τιμήν του. Θεό τον θεωρούσαν οι Ρωμαίοι.

Αίολος
Ο Αίολος κρατούσε τους ανέμους μέσα στον ασκό του και τους άφηνε μετά από εντολή του Δία. Ήταν γιος του Ιππότη, όπως λέει ο Όμηρος. Γι' αυτό λεγόταν Ιπποτάδης. Ζούσε στη νήσο Αιολία, που είχε χάλκινα τείχη.Το νησί αυτό πιστευόταν ότι ήταν η Στρογγύλη, το σημερινό Στρόμπολι , εξ ου και η ονομασία Αιολίδες Νήσοι για τα σύμπλεγμα που ανήκε εκει.Ζούσε στο νησί μαζί με την γυναίκα του Αμφιθέα.

Είχε έξι γιους και έξι κόρες, που προσωποποιούσαν τους ανέμους. Οι γιοι τους δυνατούς ανέμους, οι θυγατέρες τους ήπιους (τις αύρες). Σύμφωνα με μεταγενέστερη εκδοχή του μύθου, ο Αίολος ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Άρνης. Με τη μητέρα του και τον αδελφό του Βοιωτό ζούσε στο Μεταπόντιο. Όταν αναγκάστηκε να φύγει από το Μεταπόντιο, λόγω του φόνου της θετής του μητέρας Αυτολύκης, κατέφυγε σ' ένα νησί του Τυρρηνικού Πελάγους, όπου έχτισε την πόλη Μπάρα, κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη.    

Εφηύρε τα πανιά που κινούν τα πλοία και δίδαξε τη χρήση τους στους υπηκόους του. Ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του, πήγε στην Αιολία, όπου ο Αίολος τους φιλοξένησε ένα μήνα. Όταν ζήτησε τη βοήθεια του Αιόλου για να αναχωρήσει, αυτός έκλεισε όλους τους ανέμους σε ένα ασκί και άφησε μόνο τον ούριο Ζέφυρο να πνέει ευνοϊκά γι' αυτούς. Με τη βοήθεια του Ζέφυρου ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έφτασαν πολύ κοντά στην Ιθάκη. Αλλά κάποια στιγμή που ο Οδυσσέας αποκοιμήθηκε, οι σύντροφοί του άνοιξαν το ασκί, νομίζοντας ότι έχει χρυσάφι, και άφησαν ελεύθερους όλους τους ανέμους. Ξέσπασε θύελλα, η οποία έστειλε τον Οδυσσέα πίσω στο νησί του Αιόλου, ο οποίος όμως, δεν δέχτηκε να τον βοηθήσει και πάλι, τιμωρώντας τον για την ασέβεια των συντρόφων του.

Μία από τις κόρες του Αιόλου ήταν η Αλκυόνη η οποία σχετίζεται με τον μύθο των Αλκυονίδων ημερών. Η Αλκυόνη ερωτεύτηκε τον Κύηκα και ζούσαν ευτυχισμένοι, αλλά μια μέρα ο Κύηκας πνίγηκε ψαρεύοντας και η Αλκυόνη από τον πόνο της έπεσε στα βράχια και σκοτώθηκε. Οι θεοί τους λυπήθηκαν και τους έκαναν πουλιά. Ο Δίας μάλιστα πρόσταξε τον Αίολο κάθε χρόνο τον Ιανουάριο να σταματάει τους ανέμους για να μπορεί η Αλκυόνη να επωάσει τα αυγά της.








Στους Αέρηδες, το μνημείο που βρίσκεται στην Πλάκα, απεικονίζεται ο Αίολος μαζί με τους βοηθούς του , ανέμους, Βορέα, Καικία, Απηλιώτη, Εύρο, Νότο, Λιψ, Ζέφυρο, Σκίρων.





















 Ζέφυρος (Δ)
Η ρίζα του όρου προέρχεται από το ζόφος = σκοτεινός, δύων (ερχόμενος από τη δύση). 
Ομόριζο του ζοφερός = σκοτεινός.
Συνώνυμα: Πουνέντες, εκ του λατινικού ponens –ponentis = δύση.
zefyros
Ο Ζέφυρος(Δυτικός), γυμνός και με τον μανδύα του γεμάτο ανοιξιάτικα λουλούδια,
εμφανίζεται ο δυτικός άνεμος Ζέφυρος, που είναι ευχάριστα ζεστός.

Ο Ζέφυρος είναι δυτικός άνεμος. Σύζυγος της Ιριδας, της προσωποποίησης του ουράνιου τόξου, απέκτησε, έλεγαν, από αυτήν τον Έρωτα. Ωστόσο και από την Αρπυια Ποδάγρη απέκτησε ο Ζέφυρος παιδιά, όταν έσμιξε ερωτικά μαζί της σ' ένα λιβάδι κοντά στο ρεύμα του μεγάλου ωκεανού. Κι ήταν τα παιδιά τους δυο θαυμαστά άλογα, ο Ξάνθος και ο Βαλίος, που έτρεχαν σαν τον άνεμο (Ομηρος, Ιλιάδα π 148 - 151). Τα άλογα αυτά κληρονόμησε ο Αχιλέας από τον πατέρα τον Πηλέα, χάρισμα γαμήλιο σ' αυτόν του Ποσειδώνα.
Του Ζέφυρου και του Βορέα τη συνδρομή επικαλείται ο Αχιλλέας, για να ανάψουν με την πνοή τους τη νεκρική πυρά του φίλου του, του Πάτροκλου που έπεσε στην Τροία (Ομηρ. Ιλ. Ψ. 192 - 218). Την ικεσία του ήρωα την άκουσε η Ίρις και φτερωτή καθώς ήταν, έφτασε μεμιάς στα ανάκτορα του Ζέφυρου, όπου απάντησε και τους άλλους ανέμους συναγμένους σε κοινό συμπόσιο. Μόλις άκουσαν ο Ζέφυρος και Βορέας το μήνυμα της, "επεκτάθηκαν με θόρυβο, ταράζοντας τα σύγνεφα έμπροσθεν τους. Και ως διάβαιναν το πέλαγος απ' την σφοδρή πνοή τους σηκώνονταν τα κύματα και αμ' έφθασαν στην Τροία, έπεσαν μέσα στην πυρά κι εβρόντα ευθύς η φλόγα. Και ολονυκτίς απ' την πυράν, κι οι δύο φυσομανώντας τες φλόγες σήκωναν ψηλά" (ομηρ.ιλ.ψ. 212 - 218, μετάφρ. Ιάκ. Πολυλά).

Για τον Ζέφυρο ιστορούσαν ακόμα πως αγάπησε τον Υάκινθο, τον γιο του Αμύκλα, του βασιλιά της Λακωνίας και δισέγγονο του Δία και της Ταϋγέτης, της θυγατέρας του Ατλαντα. Όμως τον Υάκινθο, τον γιο του Αμύκλα. Του βασιλιά της Λακωνίας και δισέγγονο του Δία και της Ταϋγέτης, της θυγατέρας του Ατλαντα. Όμως τον Υάκινθο αγαπούσε και ο Απόλλωνας. Κυριευμένος καθώς ήταν ο Ζέφυρος από το πάθος του , όταν κάποτε είδε τον αγαπημένο του να αθλείται στην παλαίστρα με την συντροφιά του θεού, έχασε το νου του, φύσηξε δυνατά και ο δίσκος που έριξε ο Απόλλωνας, ξεφεύγοντας απ' τον στόχο του, έπεσε με ορμή στο κεφάλι του αγαπημένου του. Έτσι χάθηκε το παλικάρι (Ευριπίδης, Ελένη 1469 - 1474). 

Μεταγενέστερες πηγές (Ovid. Fast. 5, 195 - 206) διασώζουν την παράδοση πως ο Ζέφυρος κυνήγησε τη νύμφη Χλωρίδα (Φλώρα) κι από τον έρωτα τους, γεννήθηκαν όλα τα λουλούδια της άνοιξης. Ο Ζέφυρος, γρήγορος όσο και ο Βορέας, ήταν άλλοτε καταστροφικός, άλλοτε απαλός και καλοδεχούμενος και δρόσιζε αιώνια τόπους παραδείσιους, όπως ήταν οι κήποι του Αλκίνοου και τα Ηλύσια πεδία (ομ. Οδ. 7, 112 κ.ε. και 4, 563 - 568). 

Η λατρεία του Ζέφυρου στην Αθήνα, επιβεβαιώνετε από βωμό που του είχαν στήσει, όχι μακριά από τα τείχη της πόλης, στην Ιερά Οδό (Παυς. 1, 37, 2).







Βορέας (Β)
Πρόκειται για τη θεότητα του βόρειου, ψυχρού ανέμου, του κομιστή του Χειμώνα. 
Αρχικά, Βορέας σήμαινε ο ορεινός άνεμος, που έρχεται από τα βουνά της μακρινής πατρίδας του Ορέστη, δηλαδή από τη Χώρα των Υπερβορείων.
Συνώνυμα: Τραμουντάνα, εκ του λατινικού mons –tis: βουνό, όρος και tramontagnia 
"άνεμος που φυσάει από το βορρά".
voreas
Ο Βορέας, ο βόρειος, σκυθρωπός γέρος, τυλιγμένος σε χιτώνα,
φυσάει μέσα από ένα μεγάλο κοχύλι.

Για τον Βορέα, τον βόρειο άνεμο που κατέβαινε από τη Θράκη κι έφερνε το χαλάζι και το χιόνι (ομ. ιλ. Ο 170 - 171. Τ 357 - 358), έλεγαν πως όταν είδε τις φοράδες του Εριχθόνιου, του γιου του Δάρδανου, στην Τροία τις πόθησε και αφού πήρε τη μορφή του ίππου, πλάγιασε μαζί τους. Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν δώδεκα πουλάρια που έτρεχαν σαν τον άνεμο, θαρρείς, πετούσαν πάνω από γη και πέλαγο χωρίς να τα αγγίζουν (ομ. Ιλ. Υ. 219 - 229). 

Κάποτε πάλι, όταν ο Βορέας βρέθηκε στην Αττική, η μοίρα το 'φερε να απαντήσει την Ωρείθυια, τη θυγατέρα του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα, να παίζει με τις φίλες της ή σύμφωνα με άλλες παραλλαγές, να χορεύει, ή να μαζεύει λουλούδια. Αμέσως τότε την ερωτεύτηκε. Πού ακριβώς την πρωτοείδε κανείς δεν ήξερε να πει με βεβαιότητα, άλλοι πίστευαν στις πηγές του Κηφισού, άλλοι στην περιοχή της ακρόπολης. Όπου κι αν ήταν πάντως, ένα ήταν βέβαιο, πως όρμησε στη συντροφιά των κοριτσιών, άρπαξε την Ωρείθυια και πετώντας τη μετέφερε στη μακρινή πατρίδα του. Από το γάμο τουε γεννήθηκαν δύο γιοι, ο Ζήτης και ο Κάλαϊς και δύο θυγατέρες, η κλεοπάτρα και η Χιόνη. Η Κλεοπάτρα παντρεύτηκε το Φινέα, βασιλιά στη Θράκη, ενώ τη Χιόνη την αγάπησε ο Ποσειδώνας και μαζί απέκτησαν τον Εύμολπο. 

Η ξαφνική δημοτικότητα του μύθου της απαγωγής της Ωρείθυιας κατά τις αρχές του 5ου αι. π.χ. οφείλεται σε μια παράδοση που αναφέρει ο Ηρόδοτος (7, 189). Κατά τους Περσικούς πολέμους και πριν από τη μάχη στο Αρτεμίσιο, το 480 π.χ., δόθηκε στους Αθηναίους χρησμός να ζητήσουν τη βοήθεια του "γαμβρού" τους. Οι Αθηναίοι, στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν τον θεϊκό λόγο, θυμήθηκαν πως, παλιά, ο Βορέας είχε αρπάξει την αθηναία βασιλοκόρη Ωρείθυια και επομένως αυτός και δεν αμφέβαλλαν καθόλου, ήταν το πρόσωπο που υπαινισσόταν ο χρησμός. Γι' αυτό και ικέτεψαν τη βοήθεια αυτού και της Ωρείθυιας για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Πραγματικά ξέσπασε τότε ένας δυνατός βόρειος άνεμος που κράτησε τρείς ολάκαιρες μέρες και κατέστρεψε 400 πλοία του περσικού στόλου. Ευγνώμονες μετά τη νίκη τους οι Αθηναίοι ίδρυσαν ιερό στον Βορέα στις όχθες του Ιλισσού. Για ανάλογες περιπτώσεις ιδρύθηκαν ιερά του και σε άλλα μέρη (Παυσανίας 8. 36.6).









Νότος (Ν)
Ομόριζο του ρήματος νοτίζω = υγραίνομαι, βρέχομαι, 
ο υγρός, γεμάτος υγρασία και βροχή άνεμος. 

Συνώνυμα: Όστρια,από το ιταλικό ostrο
προερχόμενο από το λατινικό auster (νότιος άνεμος).
notos
Ο Νότος (νότιος), κρατώντας μια αναποδογυρισμένη υδρία, χύνει τις βροχές του.








Απηλιώτης (Α)
Εκ του από + Ήλιος (-ώτης), προερχόμενος δηλαδή από τον Ήλιο (ανατολή). 
Συνώνυμα: Λεβάντες (ιταλικά Levante, γαλλικά Levant), 
εκ του λατινικού ρήματος levere = σηκώνομαι, ανατέλλω.

apiliotis
Ο Απηλιώτης (Ανατολικός), νέος, με τα χέρια του γεμάτα στάχυα και φρούτα,
καθώς φέρνει πολύτιμη βροχή για τους γεωργούς.
 






Καικίας (ΒΑ)
 Αποτελούσε προσωποποίηση του ομώνυμου ΒορειοΑνατολικού ανέμου των αρχαίων. 
Ο Αριστοφάνης αναφέρει ότι ήταν, άστατος άνεμος και προμηνούσε κακοκαιρία. 
Η ρίζα του προέρχεται από τον ομώνυμο ποταμό της Μυσίας στη ΒΔ Μικρά Ασία (Προποντίδα), απ΄όπου πνέει ο άνεμος αυτός.
Συνώνυμα: Μέσης, Γραίγος, εκ του ιταλικού grecovento = "άνεμος από την Ελλάδα".

kaikias
Ο Καικίας, ο βορειοανατολικός, γέρων,
σκορπίζοντας χαλάζι από την ασπίδα του.








Εύρος (ΝΑ) 
Ο άνεμος που πνέει κατά τη διεύθυνση (απόσταση, εύρος) της διχοτόμου των διευθύνσεων του ανατολικού και νοτίου ανέμου.
Συνώνυμα: Σιρόκος ή Σορόκος, εκ του ιταλικού s(c)irocco, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το αραβικό شرقي = σαρ(γ)κί.

euros
Ο Εύρος (νοτιοανατολικός), αποπνικτικός, γέρων,
ο μοναδικός που φέρει άδεια χέρια.




Λιψ (ΝΔ)
Ο Αριστοφάνης μάς λέει ότι ο άνεμος αυτός έρχεται από τη Λιβύη (ο Λιψ, του Λιβός = Λίβας).
Συνώνυμα: Γαρμπής, εκ του αραβικού garbi = νοτιοδυτικός άνεμος, 
από το οποίο προήλθε και το ισπανικό Garbin.

lips
Ο Λιψ (νοτιοδυτικός), στιβαρός, κρατά στα χέρια του την πρύμνη ενός πλοίου,
σημάδι ότι είναι καλοτάξιδος.





Σκίρων (ΒΔ)
Μυθικό πρόσωπο, ο διαβόητος Κορίνθιος ληστής, που είχε στήσει το λημέρι του στην περιοχή των Μεγάρων (σήμερα γνωστή ως "Κακιά Σκάλα", 
κατά την αρχαιότητα γνωστότερη ως "Σκιρωνίδες Πέτρες", όπου ο ΒΔ άνεμος (καταβάτης) ήταν πολύ επικίνδυνος, τον οποίο σκότωσε ο Θησέας.
Συνώνυμα: Μαΐστρος (Μαϊστράλι), 
εκ του βενετσιάνικου maistro< λατινικά magistralis<magister<magis + ter<magnus
<ινδοευρωπαϊκή ρίζα maǵ- ή meǵh- = μεγάλος, δυνατός.
skiron
Ο Σκίρων (βορειοδυτικός). Ο κύκλος των οκτώ ανέμων κλείνει με τον πιο αντιπαθητικό,
τον βορειοδυτικό, όπως ο ληστής που σκότωσε ο Θησέας
και είχε την έδρα του στη σημερινή Κακιά Σκάλα (Σκιρωνίδες Πέτρες),
επειδή πίστευαν ότι έπνεε από εκεί, ντυμένος με βαριά ρούχα και ένα αγγείο αναποδογυρισμένο στο χέρι, καθώς ψυχρός τον χειμώνα και καυτός το καλοκαίρι αρρωσταίνει τους ανθρώπους.





Βορεάδες

Οι Βορεάδες, οι φτερωτοί γιοι του Βορέα Ζήτης και Κάλαϊς, κατέρχονταν ορμητικοί απ' τον αιθέρα, όπως ο πατέρας τους.

Βορεάδες
 Το πιο σημαντικό ίσως γεγονός της μυθικής ζωής τους ήταν ότι πήραν κι αυτοί μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία μαζί με ονομαστούς ήρωες. Στον δρόμο για την Κολχίδα συνάντησαν στη θράκη τις φτερωτές Αρπυιες που άρπαζαν την τροφή του Φινέα, του τυφλού μάντη και της Σαλμυδησσού, ή τη βρόμιζαν τόσο, ώστε ο δύστυχος δεν μπορούσε πια να τη γευτεί. Ο Ζαήτης και ο Κάλαϊς άρχισαν τότε να τις καταδιώκουν πέρα από στεριές και θάλασσες ώσπου στο τέλος τις πρόφτασαν στα νησιά Πλωτές, δυτικά της Πελοποννήσου και τις έπεισαν να φύγουν μακριά. Έτσι γλίτωσε ο Φινέας από τη βασανιστική παρουσία τους. Οι Βορεάδες μετά απ' αυτά "έστρεψαν" πάλι προς το μέρος απ' όπου ξεκίνησαν γι' αυτό και τα νησιά Πλωτές, έλεγαν, πως από τότε ονομάστηκαν Στροφάδες.
Ωστόσο, γύρω απ' το θέμα της σωτηρίας του Φινέα υπάρχουν και άλλες διηγήσεις, με παραλλάσσουσα την κατάληξη της καταδίωξης των Αρπυιών από τους Βορεάδες, όπου από τους πρωταγωνιστές επιζούν ή πεθαίνουν άλλοτε άλλοι. Μάλιστα κατά μία εκδοχή οι Βορεάδες φονεύθηκαν από τον Ηρακλή στην Τήνο (Απολλ. Ροδ. 1, 1300 - 1309).
Θυγατέρα του Βορέα, σύμφωνα με ύστερη μυθική εκδοχή, ήταν και η Αύρα και ήταν αυτή που έφερε στον Αρη το άγελμα του θανάτου της θυγατέρας του, της Αμαζόνας Πενθεσίλειας, στην Τροία. Στον πληθυντικό οι Αύρες ήταν προσωποποιήσεις των ήπιων, δροσερών ανέμων.
Υπάρχουν και άλλες, μεταγενέστερες, πληροφορίες για την Αύρα. Μια από αυτές ήταν πως προκάλεσε αναίτια τη ζήλια και το θάνατο της Πρόκριδας, της αδελφής της Ωρείθυιας. Κι αυτό, γιατί η Πρόκριδα τη θεώρησε αντίζηλό της στην αγάπη της για τον Κέφαλο όταν τον άκουσε στο δάσος να καλεί την αύρα να τον αναζωογονήσει από την κούραση του κυνηγιού. Εκεί βρήκε τραγικό θάνατο η Πρόκριδα από το ακόντιο του ίδιου του Κέφαλου που την πέρασε για αγρίμι, κρυμμένη καθώς ήταν στις φυλλωσιές για να τον παρακολουθήσει.








Άρπυιες

Οι φτερωτές Άρπυιες, ήταν και αυτές, όπως οι Βορεάδες, δαίμονες του ανέμου.

Άρπυιες
 Αυτό άλλωστε υπαινίσσονται και τα ονόματα που τους αποδίδει ο Ησίοδος: Αελλώ και Ωκυπέτη, αφού η πρώτη ταυτίζεται με την άελλα, τον ανεμοστρόβιλο και η δεύτερη είναι εκείνη που πετά γρήγορα. 


Θυγατέρες του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας, η Αελλώ και η Ωκυπέτη είχαν αδελφή τους την Ίριδα. Στον Όμηρο ο αριθμός τους είναι ακαθόριστος. Ωστόσο μνημονεύεται μια από αυτές, η Ποδάργη. 

Οι Άρπυιες είχαν την καταστροφική δύναμη της θύελλας και μ΄αυτήν ταυτίζονται στον Όμηρο. Προκαλούσαν τρόμο στους ανθρώπους γιατί τους άρπαζαν αυτούς και τα υπάρχοντά τους (Ομ. Οδ.. α. 241.ξ. 371), όπως άλλωστε δηλώνει και το όνομά τους, (Άρπυιες - ανερέπτομαι - αρπάζω). Έτσι άρπαξαν και τις θυγατέρες του Πανδάρεου και τις πήγαν δούλες στις Ερινύες(Ομ. Οδ. υ 66-78). Ως θεότητες του ανέμου σχετίζονται άμεσα με τον κόσμο των νεκρών, αφού όποιον θνητό άρπαζαν εκείνος δεν γύριζε ξανά πίσω.
Γι΄αυτό και η Πηνελόπη, απελπισμένη από την πολύχρονη απουσία του άνδρα της, του Οδυσσέα, παρακαλεί να την πάρουν οι θύελλες για να σωθεί από τα βάσανα της ζωής της (Ομ. Οδ. υ 79).




Ο τρομακτικός Τυφώνας

Όταν οι θεοί του Ολύμπου νίκησαν στην Τιτανομαχία και τη Γιγαντομαχία κι έριξαν τους Τιτάνες στα Τάρταρα και αφάνισαν τους Γίγαντες, η Γη, για να πάρει εκδίκηση για τα παιδιά της, ενώθηκε με τον Τάρταρο και γέννησε, στερνό αντίπαλο των Ολυμπίων, τον Τυφώνα. Τέρας ήταν ο Τυφώνας με χέρια δυνατά και ακάματα πόδια. Από τους ώμους του φύτρωναν εκατό κεφάλια φιδιού που πέταγαν έξω τις γλώσσες τους και γλείφονταν. Τα κεφάλια του λαμποκοπούσαν από τη φλόγα των ματιών τους, ενώ από τα στόματά τους έβγαιναν λογιών λογιών φωνές που ξεσήκωναν απερίγραπτη βοή.

Μονομαχία Διός - Τυφώνα

Στην αναμέτρησή τους με τον Δία ήταν ο θεός από τη μια με τις αστραπές, τις βροντές και τους κεραυνούς του κι αυτός από την άλλη με τους μανιασμένους ανέμους και τις φλόγες. Μέσα στην κοσμογονική αυτή αναταραχή, η γη σειόταν κι η θάλασσα ύψωνε τεράστια κύματα κι έβραζε γη, ουρανός και πόντος. Ο Δίας τελικά τον νίκησε τον Τυφώνα και τον έριξε με οργή στα βάθη του Τάρταρου (Ησιοδ. Θεογ. 820 κ.ε.)

Στον Απολλόδωρο (Βιβλ. 1,6,3), η γιγάντια, τρομακτική μορφή του Τυφώνα, περιγράφεται με κάθε φρικιαστική λεπτομέρεια και η μονομαχία του με τον Δία παρουσιάζεται ακόμα πιο σκληρή. Κι ενώ οι άλλοι θεοί για να αποφύγουν τον Τυφώνα κατέφυγαν έντρομοι στην Αίγυπτο, μεταμορφώθηκαν μάλιστα και σε ζώα για μεγαλύτερη ασφάλεια, ο ύψιστος θεός του Ολύμπου μετά βίας κατόρθωσε να σωθεί - ο αντίπαλός του τον ακινητοποίησε κόβοντας τα νεύρα των άκρων του και τελικά να τον νικήσει και να τον θάψει κάτω από την Αίτνα. 

Αλλά οι μύθοι για τον Τυφώνα, προφανώς επηρεασμένοι από αντίστοιχους της Ανατολής, δεν τελειώνουν εδώ. Μεταγενέστεροι μυθοπλάστες πρόσθεσαν κι αυτοί τις δικές τους εκδοχές για την γέννηση και τη δράση του δαιμονικού όντος.

Ο Τυφώνας προσωποποιούσε για τους Αρχαίους όχι μόνο τον βίαιο άνεμο αλλά γενικότερα την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και την ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα, φαινόμενα που ανατρέπουν την εύρυθμη λειτουργία των φυσικών μηχανισμών και απειλούν τις ίδιες τις θεότητες που επιτηρούν και διαφυλάσσουν την τάξη του κόσμου.

Από τον Τυφώνα γεννήθηκαν οι άνεμοι που φυσούν υγροί στη θάλασσα και λυσσομανούν, μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, έτσι όπως χάνονται κι αυτοί μαζί με τα καράβια τους στον πόντο. Το ίδιο φυσούν και στην ξηρά και καταστρέφουν την ανθόσπαρτη γη σκεπάζοντας τα πάντα με σκόνη και προκαλώντας δεινή ταραχή (Ησιοδ. Θεογ. 869-880)

Του Τυφώνα γόνοι ήταν εξάλλου και ο Κέρβερος, η Λερναία Ύδρα, η Σκύλα και άλλα αποτρόπαια όντα.

Στοιχεία της φύσης οι άνεμοι, που τα συνέλαβαν ως πανίσχυρους δαίμονες οι πρώτοι άνθρωποι και τους έδωσαν σχήμα, μετουσιώνοντας τα αόρατο και το ασύλληπτο σε ορατό και συγκεκριμένο για να πληρώσουν την αδήριτη ανάγκη κατανόησης του κόσμου τους. Προοδευτικά ωστόσο, ο νους εκτόπισε την ασυγκράτητη φαντασία και παρακάμπτοντας τους μύθους κατέλαβε αυτός την πρωτεύουσα θέση στη διαδικασία της, έλλογης πλέον, ερμηνείας του σύμπαντος.






Ο Εμπεδοκλής, τον 5ο αιώνα π.Χ, μαθαίνει στους οπαδούς του πώς να κόβουν (να καταλαγιάζουν) τους ανέμους ή να τους σηκώνουν (απελευθερώνουν), όταν θέλουν. Και όταν κάποτε τα δέντρα κινδύνευσαν να πάθουν ζημιές από τα δυνατά μελτέμια, ο Εμπεδοκλής παρότρυνε να σφάξουν γαϊδούρια και να απλώσουν τα δέρματά τους ολόγυρα στις κορυφές των λόφων και των βουνών για να πιάσουν τους ανέμους . Τα μελτέμια κόπηκαν και ο Εμπεδοκλής προσαγορεύτηκε Κωλυσανέμας

Η αρχαία παράδοση κάνει λόγο και για ειδικούς δέτες των ανέμων, παρέχει μάλιστα και τον τρόπο της σχετικής ενέργειας. Στην Κόρινθο υπήρχε γένος ευγενών, που ονομάζονταν "Ανεμοκοίται", εξορκιστές που αποκοίμιζαν τους ανέμους.

 Στην Αθήνα επίσης υπήρχαν οι Ευδάμενοι, κοιμιστές και αυτοί των ανέμων, ενώ στην Τιτάνη της Κορινθίας, κοντά στη Σικυώνα, υπήρχε βωμός των Ανέμων, όπου μια νύχτα του έτους, ο ιερέας "θύει, δρά δε και άλλα απόρρητα είς βόθρους τέσσαρας, ημερούμενος των πνευμάτων το άγριον, και δή και Μηδείας, ως λέγουσιν, επωδάς επάδει" (Παυσανίας 2.12,1).



Ο ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ δεν ήταν μόνο πολιτικός και φιλόσοφος, αλλά και ρήτορας, υγειονολόγος, μηχανικός, μουσικός, ποιητής, θαυματοποιός, μάντης. . . 

Η παράδοση αναφέρει ότι, ο Έλληνας φιλόσοφος, με τη δύναμη του "πυρός" αυτού, που τον επικάλυψε την ώρα της προσευχής, ανάστησε τη νεκρή γυναίκα ΠΑΝΘΕΙΑ και αυτός αναλήφθηκε στους ουρανούς . . .