8 Οκτωβρίου 2014

Αρχαία Ελληνικά Ημερολόγια



  
Ο άνθρωπος, στην διαχρονική εξέλιξη της γνωριμίας του με τον κόσμο, βρέθηκε στην ανάγκη προσδιορισμού της έννοιας του χρόνου. Στην αρχή, ήταν αρκετό να μετρά τον χρόνο, χρησιμοποιώντας το φυσικό περιοδικό φαινόμενο της ημέρας, της νύκτας και αργότερα του ημερονυκτίου.
  Κατόπιν, η ανάγκη καλλιέργειας και συλλογής των διαφόρων καρπών για την επιβίωσή του, τον οδήγησε στην συνειδητοποίηση της εναλλαγής των διαφόρων εποχών, κάθε μία από τις οποίες ευνοούσε την ανάπτυξη και διαφορετικής βλάστησης.


  



  Οι αρχαϊκές πηγές από τον ελλαδικό χώρο, όπως πήλινες πινακίδες του 13ου π.Χ. αιώνα, τα έργα του Ομήρου, του Ησίοδου κ.ά., αποκαλύπτουν τη χρήση σεληνιακών μηνών από τις ελληνικές πόλεις-κράτη.

  Ο Ησίοδος αναφέρει μεθόδους υπολογισμού του έτους βασισμένες στην παρατήρηση λαμπρών άστρων. Στο έπος του «Έργα και Ημέραι» αναφέρει ως χρόνο αμητού (θερισμού) την περίοδο που το ανοικτό σμήνος των Πλειάδων ήταν ορατό με γυμνό μάτι λίγο πριν την αυγή, ενώ ως χρόνο οργώματος την περίοδο λίγο μετά την παροδική εξαφάνιση των Πλειάδων, των Υάδων και του αστερισμού του Ωρίωνα από τον ουρανό 
(Έργα και Ημέραι , 383-384, 614-616).

  Επίσης, ο Ησίοδος συμβουλεύει τους γεωργούς, να αλωνίζουν τα στάχυα, όταν πρωτοεμφανίζεται ο Ωρίωνας, ένας αστερισμός που πολλοί αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν ως ημερολογιακό δείκτη. Αυτό βασιζόταν στο γεγονός ότι η ανατολή του κατά τις πρωινές ώρες συνέπιπτε με την αρχή του καλοκαιριού, ενώ η ανατολή του τα μεσάνυχτα συνέπιπτε με την αρχή της συγκομιδής των σταφυλιών. Τέλος, η ανατολή του κατά τις απογευματινές ώρες υποδείκνυε ότι πλησίαζε η ψυχρή εποχή του χειμώνα.

  Ο Ιπποκράτης αναφέρει τις Πλειάδες και είχε επισημάνει το ότι διαιρούσαν το έτος σε τέσσερις εποχές, που βέβαια σχετίζονταν με τη θέση του ωραίου αυτού ανοικτού σμήνους στον ουρανό. Το καλοκαίρι άρχιζε με την εμφάνιση των Πλειάδων και διαρκούσε μέχρι την ανατολή του Αρκτούρου, του λαμπρότερου άστρου του αστερισμού του Βοώτη. Το φθινόπωρο διαρκούσε μέχρι την «εσπερία δύση» των Πλειάδων, ενώ τότε ακριβώς άρχιζε ο χειμώνας, που τελείωνε την εαρινή ισημερία. Κατόπιν, άρχιζε η εποχή της άνοιξης που διαρκούσε μέχρι την ανατολή των Πλειάδων.

  Ο λαός για τον προσδιορισμό των εποχών του έτους χρησιμοποιούσε ένα πλήθος
φαινομένων που παρατηρούσε στη φύση. Ο Ησίοδος αναφέρει πολλά από αυτά. Όπως
τις κραυγές των αποδημητικών γερανών, οι οποίοι προανάγγελλαν τόσο την περίοδο
του οργώματος, όσο και την έναρξη της εποχής της σποράς, την αναρρίχηση των σαλιγκαριών στα φυτά, η οποία έδειχνε το τέλος του σκαψίματος των αμπελώνων κ.ά.

  Αυτή η ταυτόχρονη χρησιμοποίηση πολιτικών και «φυσικών» ημερολογίων είναι χαρακτηριστικός τρόπος υπολογισμού του χρόνου από τους αρχαίους Έλληνες. Κατά τους κλασικούς χρόνους και μετέπειτα, οι μήνες, οι ονομασίες των οποίων σχετίζονταν με τις γιορτές προς τιμήν των ελληνικών θεοτήτων και βασίζονταν στον συνοδικό σεληνιακό μήνα, άρχιζαν από τη στιγμή που πραγματοποιείτο η φάση της νέας Σελήνης. Στην αρχαία Ελλάδα, όπως είναι σήμερα γνωστό, δεν υπήρχε ενιαίο ημερολόγιο. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν κατά τόπους διάφορα ημερολόγια, όπως το αττικό (αθηναϊκό), των Λακεδαιμονίων, των Βοιωτών, των Δελφών, της Δήλου, της Κρήτης, των Μακεδόνων, των Κυπρίων κ.ά. 

  Τα ημερολόγια αυτά δεν συμφωνούσαν γενικά μεταξύ τους, επομένως δεν συμφωνούσαν ούτε τα εορτολόγια των αρχαίων Ελλήνων.

Το πιο αξιόλογο και λεπτομερές, ήταν το αρχαίο αττικό ή αθηναϊκό ημερολόγιο.


 Τα ημερολόγια στην αρχαία Αθήνα και σε άλλες πόλεις, διέφεραν από το σύγχρονο ημερολόγιο. Το αρχαίο Ελληνικό ημερολόγιο, ήταν σέλινο-ηλιακό, με μήνες που παρακολουθούσαν τις φάσεις της Σελήνης και με εμβόλιμο μήνα, που προσθέτονταν, μία φορά κάθε 19 χρόνια. Κάθε ελληνική πόλη είχε τις δικές της ονομασίες για τους μήνες. 








Το φυσικό φαινόμενο της εμφάνισης και της απόκρυψης της σελήνης, διαπιστώθηκε ότι είναι περιοδικό φαινόμενο, που διαρκεί συγκεκριμένο αριθμό ημερονυκτίων .

Από το ημερονύκτιο στον μήνα
  Έτσι, μετά τον προσδιορισμό της χρονικής μονάδας του ημερονυκτίου, ο άνθρωπος οδηγήθηκε στον προσδιορισμό της αμέσως μεγαλύτερης χρονικής μονάδας, που ήταν η χρονική διάρκεια, από την στιγμή της εμφάνισης, μέχρι την αμέσως επομένη επανεμφάνιση της σελήνης.
  Αυτή η χρονική διάρκεια, αυτή η νέα χρονική μονάδα, ονομάσθηκε από τους 'Ελληνες μήν (=μήνας ) ή συνοδικός μήν. ΄Αλλως τε η λέξη μήν (= μήνας ) σημαίνει σελήνη (= η μήνη).









Από τον μήνα στο έτος
Η συνειδητοποίηση εξάλλου, της περιοδικής ανανέωσης των εποχών, σε συνδυασμό με την χρονική μονάδα του μηνός, οδήγησε στον προσδιορισμό νέας, μεγαλύτερης χρονικής μονάδας, του έτους .
Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν, ότι το έτος είναι διάστημα χρόνου, το οποίο ισούται με την χρονική διάρκεια μιας πλήρους περιφοράς της Γης, γύρω από τον Ήλιο ( 365 ¼ ημέρες). 
Αργότερα ο Ίππαρχος, προσδιόρισε με μεγαλύτερη ακρίβεια το πλήθος των ημερών του έτους. 






 Αρκετοί αρχαίοι Έλληνες όπως: ο Αριστοτέλης, ο Ερατοσθένης, επινόησαν μέθοδο χρονολόγησης με βάση τους ολυμπιακούς αγώνες κι έτσι η χρονολόγηση των γεγονότων γινόταν μέσω των Ολυμπιάδων.









Το Αττικό Ημερολόγιο σε Ζωφόρο ! ! !