18 Οκτωβρίου 2014

Αρχή των Χρονολογιών



  Ενιαία χρονολογική αφετηρία, δεν υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα. Το πολιτικό έτος των αρχαίων Ελλήνων, διέφερε από το φυσικό ηλιακό έτος, που ονομαζόταν ενιαυτός.

  Συνήθως το έτος καθοριζόταν από τον χρόνο της θητείας κάποιου ανώτατου πολιτικού ή θρησκευτικού άρχοντα, ο οποίος του έδινε το όνομά του.

  Έτσι, κάθε έτος έφερε την ονομασία αρχικά του βασιλιά και αργότερα ενός από τους εννιά άρχοντες, που ονομαζόταν Επώνυμος στην Αθήνα, ή του σπουδαιότερου από τους πέντε Εφόρους στη Σπάρτη, που κι αυτός εκαλείτο Επώνυμος.

  Οι δύο αυτές χρονολογήσεις δεν συνέπιπταν. Οι ετήσιοι άρχοντες των Αθηνών εγκαθίσταντο αρχικά την 1η του Γαμηλιώνα και από το έτος 490 π.Χ. την 1η του Εκατομβαιώνα, χωρίς να γίνεται ιδιαίτερος εορτασμός κατά την πρώτη ημέρα του έτους. Οι αντίστοιχοι Έφοροι στη Σπάρτη εγκαθίσταντο τον μήνα Πάναμο, που συνέπιπτε με τον αττικό μήνα Βοηδρομιώνα.


  Επειδή όμως το έτος του Επώνυμου άρχοντα, για την Αθήνα ήταν ακαθόριστης και συνήθως απρόβλεπτης διάρκειας, η διοίκηση της πόλης των Αθηνών, προκειμένου να προσδιορίζει τις ημερομηνίες των δημόσιων συγκεντρώσεων, των γιορτών και των άλλων σημαντικών ημερομηνιών, χρησιμοποιούσε για τον σκοπό αυτόν τον χρόνο θητείας της κάθε Πρυτανείας της Βουλής, δηλαδή της ανάληψης του προεδρείου της Βουλής από ορισμένη φυλή. Ο χρόνος αυτός, ήταν καθορισμένος μέσα στη διάρκεια του έτους.

  Τονίζουμε, όμως, ότι ο απλός Αθηναίος πολίτης, ο αγρότης και ο κτηνοτρόφος, όπως συνέβαινε και με όλους τους αρχαίους λαούς, χρησιμοποιούσε εκτός από το επίσημο πολιτικό έτος και τον εποχιακό τρόπο υπολογισμού του χρόνου, ο οποίος βασιζόταν στην απευθείας παρατήρηση των φάσεων της Σελήνης και της ανατολής ή δύσης ορισμένων λαμπρών άστρων, όπως ακριβώς ανέφερε ο Ησίοδος (8ος π.Χ. αιώνας) στο περίφημο έπος του «Έργα και Ημέραι».

  Στο Άργος ο χρόνος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, άρχιζε να μετράται από την ημέρα της ανακήρυξης της ισόβιας αρχιέρειας της Ήρας (Θουκ. Β’, 2): «Επί Χρυσίδος, εν Άργει τότε πεντήκοντα δυοίν δέοντα έτη ιερωμένη». 

  Σύμφωνα πάντα με τον Θουκυδίδη, ως αρχή της χρονολογικής αρίθμησης των Αργείων, εθεωρείτο η γιορτή της Ήρας, τα Ηραία, που τελούνταν στο Άργος ανά τετραετία στο μέσον του δεύτερου έτους εκάστης Ολυμπιάδας.

  Στην Ήλιδα μετρούσαν τον χρόνο με τις Ολυμπιάδες, έναν τρόπο χρονολόγησης που γενικεύτηκε από τους Αλεξανδρινούς συγγραφείς του 3ου π.Χ. αιώνα, οι οποίοι άρχισαν να αριθμούν τα έτη με αφετηρία, όχι την αρχή των Ολυμπιακών αγώνων που χάνεται στα βάθη των αιώνων, αλλά την Ολυμπιάδα του 776 π.Χ., στην οποία αναδείχτηκε νικητής στον αγώνα δρόμου ο Κόροιβος.

  Οι γνώμες για το ποιος χρησιμοποίησε πρώτος τους Ολυμπιακούς αγώνες για τη μέτρηση του χρόνου διΐστανται. Η τιμή αυτή αποδίδεται από πολλούς στον ιστορικό Τίμαιο τον Σικελιώτη (352-256 π.Χ.), και κατά άλλους στον περίφημο Ερατοσθένη (275-195 π.Χ.).

  Ο Τίμαιος ο Σικελιώτης, μεταχειρίστηκε τις Ολυμπιάδες ως χρονολογικό σύστημα, κατά την 128η Ολυμπιάδα έτος 4ο, που αντιστοιχεί στο 264 π.Χ. Τακτική χρήση των Ολυμπιάδων έκαναν επίσης οι ιστορικοί Πολύβιος, Διόδωρος ο Σικελιώτης, Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς κ.ά.

  Στα δημόσια αρχεία, τηρούνταν επίσημοι πίνακες των Ολυμπιονικών. Παράλληλα στην Αθήνα αναγραφόταν το όνομα του Επώνυμου άρχοντα, στη Σπάρτη του Επώνυμου Εφόρου, στο Άργος της αρχιέρειας της Ήρας και στους Δελφούς της Πυθίας για το έτος που είχε γίνει ολυμπιακή νίκη.

  Οι Ολυμπιακοί αγώνες τελούνταν στο μέσον του καλοκαιριού, μετά από τη συμπλήρωση μιας πλήρους τετραετίας κι έτσι άρχιζαν περίπου κατά τον μήνα που αντιστοιχούσε στον αττικό Εκατομβαιώνα (Ιούλιος/Αύγουστος). Συνεπώς, τα Ολύμπια ήταν αγώνες πεντετηρικοί, δηλαδή γίνονταν μετά τη συμπλήρωση μιας πλήρους τετραετίας. 

  Στην αρχαία Ελλάδα πενταετηρίς ή πεντετηρίς ονομαζόταν περίοδος τεσσάρων πλήρων ετών, μετά την παρέλευση των οποίων τελούνταν ορισμένες πανελλήνιες γιορτές, όπως τα Ολύμπια, τα Πααθήναια κ.ά. 
(Σημειώνουμε ακόμη ότι η πενταετηρίς αποτελούσε το μισό της εννεατηρίδος, αρχαιοτάτης χρονολογικής μονάδας ίσης με οκτώ πλήρη έτη.

  Οι Ολυμπιακοί αγώνες χρησίμευαν, λοιπόν, για να μετράται ο χρόνος, αφού τον υπολόγιζαν σε 4ετείς Ολυμπιάδες, που άρχιζαν στο μέσον του καλοκαιριού. Συγκεκριμένα, τελούνταν κατά τη δεύτερη πανσέληνο που συνέβαινε μετά το θερινό ηλιοστάσιο εκάστου πέμπτου έτους. 
  
  Αυτή η μέθοδος χρονολογικής αρίθμησης διήρκεσε μέχρι τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Η τελευταία Ολυμπιάδα, η 293η από Κοροίβου, ήταν του έτους 393 μ.Χ., και η ακολουθία αυτή σταμάτησε τότε επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου, ο οποίος κατάργησε οριστικά τους Ολυμπιακούς αγώνες. 

  Εκτός της χρονολογίας κατά Ολυμπιάδες, άλλοι συγγραφείς ως αρχαιότατο χρονολογικό όριο δέχονταν την άλωση της Τροίας, την οποία τοποθετούσαν στο 1200 π.Χ. ή στο 1184 π.Χ. Αργότερα επικράτησαν άλλες χρονολογικές εποχές, όπως η Φιλιππική ή Αλεξάνδρου ή Εδέσσης, από την έναρξη της βασιλείας του Φιλίππου Γ’ του Αριδαίου, ο οποίος ανακηρύχτηκε βασιλιάς από τον στρατό στη Βαβυλώνα μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, που αντιστοιχεί στη 12η Νοεμβρίου του 324 π.Χ., ή των Σελευκιδών από την ανάκτηση της Βαβυλώνας από τον Σέλευκο τον Νικάτορα (312 π.Χ.), ή η Χαλδαϊκή μεταγενέστερη της προηγούμενης κατά έξι μήνες, και οι τρεις εποχές του Αντιόχου.

  Οι Έλληνες της κλασικής περιόδου, όπως αναφέραμε, είχαν καταλόγους των ετήσιων αρχόντων και όποτε ήθελαν να αναφέρουν τη χρονολογία κατά την οποία συνέβη ένα γεγονός, ανέφεραν το συγκεκριμένο όνομα του άρχοντα, στη θητεία του οποίου είχε συμβεί το γεγονός αυτό. Ο παλαιότερος κατάλογος αρχόντων, τον οποίον γνωρίζουμε σήμερα, είναι ο λεγόμενος κατάλογος της Σπάρτης με αφετηρία το 757 π.Χ. 

  Οι κατάλογοι αυτοί, πρέπει να ήταν ακριβείς πρώτον γιατί η πολιτεία μέσω αυτών έκανε τη χρονολόγηση των νόμων, των συνθηκών και των γεννήσεων, και δεύτερον γιατί η χρήση τους ήταν κοινή από διάφορες πολιτείες που είχαν εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ τους ή αποτελούσαν αποικίες της μητρόπολης.

  Έτσι ο Θουκυδίδης αναφέρει ακριβή χρονολογία ίδρυσης πολλών αρχαίων αποικιών στη Σικελία, που αντιστοιχεί στο 734 π.Χ. και μετά, όπως και χρονολογία άλλων παλαιοτέρων γεγονότων. Ομοίως και ο Ηρόδοτος καθορίζει τον χρόνο ίδρυσης διαφόρων αποικιών, όπως της Χαλκηδόνας και του Βυζαντίου, καθώς και της Αλαλίας στην Κορσική.

  Πολλές φορές οι ιστορικοί, μέχρι τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα, αριθμούσαν κατά γενεές, που κάθε μία υπολογιζόταν ίση με το ένα τρίτο του αιώνα. Από τη στιγμή όμως που καθορίστηκαν οι ετήσιες χρονολογίες, εγκαταλείφθηκαν οι αντίστοιχες γενεαλογικές, που πιθανώς παρέμεναν σε χρήση μόνο για οικογενειακούς λόγους. Πάντως οι γενεαλογικές χρονολογίες που υπάρχουν κατά τη χαραυγή του νέου πολιτισμού της αρχαιότητας, μετά την εισβολή των Δωριέων, αποτελούν το μοναδικό ακριβές στοιχείο για τη χρονολόγηση των γεγονότων των παλαιοτέρων σκοτεινών χρόνων.

  Τέλος, είναι γνωστό ότι οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον προστάτη της πόλεως των Αθηνών, Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό (117-138 μ.Χ.) καθιέρωσαν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα νέα χρονολογία, που την αποκαλούσαν «Αδριάνεια». Αριθμούσαν δηλαδή τα έτη από την εποχή της πρώτης άφιξης του Αδριανού στην Αθήνα, ενώ συγχρόνως ονόμασαν έναν από τους μήνες του έτους τους Αδριάνειον.